...

...

Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

Η κληρονομιά του εκσυγχρονισμού

Του Γιάννη Στουρνάρα*

Οι εξελίξεις στην ελληνική οικονομία και κοινωνία είναι, σε μεγάλο βαθμό, το αποτέλεσμα ενός διαρκούς αγώνα μεταξύ εκσυγχρονισμού και λαϊκισμού. Η τελευταία σημαντική και συστηματική εκσυγχρονιστική προσπάθεια που έγινε αμιγώς με πρωτοβουλία του ελληνικού πολιτικού συστήματος ήταν αυτή που ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και τυπικά τερματίστηκε το 2004. Ουσιαστικά όμως τερματίστηκε αρκετά νωρίτερα, το 2001, με την ακύρωση της συνέχισης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας (το ασφαλιστικό ήταν μόνον η κορυφή του παγόβουνου) από τον βαθύ συνδικαλιστικό-κομματικό μηχανισμό του τότε κυβερνώντος κόμματος.
Στη διάρκεια αυτής της σχετικά μικρής περιόδου, τα επιτεύγματα της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας ήταν σημαντικά. Στον οικονομικό τομέα, σταθεροποίηση και ένταξη στην Ευρωζώνη, ταχεία σύγκλιση του κατά κεφαλήν εισοδήματος της Ελλάδας με αυτό της Ευρωζώνης σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης, απελευθέρωση και ιδιωτικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, προσέλκυση μεγάλων ξένων τραπεζών, ιδιωτικοποίηση δημοσίων επιχειρήσεων, μεγάλα έργα υποδομής, οργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων. Στον εξωτερικό τομέα, ένταξη της Κύπρου στην Ε. Ε. και εξορθολογισμός των ελληνοτουρκικών σχέσεων με τη Συμφωνία του Ελσίνκι.
Η εκσυγχρονιστική προσπάθεια αυτής της περιόδου, η οποία στηρίχθηκε σε μία σχετικά μικρή ομάδα στελεχών, δεν απέκτησε βαθιές κοινωνικές ρίζες. Παρ’ όλα αυτά, η δυναμική που είχε αποκτηθεί διατήρησε τους υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Χωρίς όμως την πραγματοποίηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων, οι ρυθμοί αυτοί δεν ήταν διατηρήσιμοι. Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση και η πέραν κάθε μέτρου επεκτατική δημοσιονομική πολιτική της περιόδου 2007-2009 απλώς επιτάχυναν την κατάρρευση του ακολουθούμενου αναπτυξιακού προτύπου και οδήγησαν τη χώρα σε ένα φαύλο κύκλο υπερχρέωσης και ύφεσης.
Η ακολουθούμενη σήμερα οικονομική πολιτική στο πλαίσιο της Συμφωνίας με την τρόικα μπορεί να θεωρηθεί η συνέχεια της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας που διακόπηκε το 2001. Όμως, τα εννέα χρόνια που «χάθηκαν» από τότε μέχρι τώρα σε όρους μεταρρυθμιστικού έργου επιβάρυναν όλους τους δείκτες οικονομικής και θεσμικής επίδοσης της χώρας.
Αν κάτι διδάσκει η εμπειρία του παρελθόντος, αυτό είναι ότι σήμερα δεν πρέπει να επαναληφθεί ό, τι έγινε το 2001. Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να ολοκληρωθούν όχι διότι το επιβάλλει η τρόικα, αλλά επειδή τα περιθώρια αύξησης του προϊόντος, της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας από την άρση των ασφυκτικών περιορισμών στα επαγγέλματα, τις αγορές και την επιχειρηματικότητα είναι πολύ μεγάλα. Σήμερα έχουμε την τύχη αφ’ ενός να έχουν καταγραφεί λεπτομερώς τα εμπόδια αυτά και αφ’ ετέρου να έχει ολοκληρωθεί σημαντικό μέρος εφαρμοσμένης οικονομικής έρευνας, τόσο στην Ελλάδα όσο και στους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς, η οποία καταδεικνύει, πέραν πάσης αμφιβολίας, την τάξη μεγέθους του οφέλους από τη σύγκλιση προς το μέσο ρυθμιστικό επίπεδο της Ευρωζώνης.
Το επιχείρημα ότι «οι αριθμοί δεν βγαίνουν» δεν ευσταθεί. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χωρίς τη βοήθεια της τρόικας, οι αριθμοί πράγματι δεν θα έβγαιναν. Σήμερα, όμως, δεν είμαστε μόνοι μας. Η Ευρωζώνη χτίζει σιγά σιγά μηχανισμούς στήριξης, που δίνουν σε χώρες-μέλη την πολυτέλεια του χρόνου προσαρμογής στο πλαίσιο της αρχής «συν Αθηνά και χείρα κίνει». Η άσκηση έχει λύση, με πρωτογενή πλεονάσματα στον προϋπολογισμό παρόμοια με αυτά που είχαμε όταν εισήλθαμε στην Ευρωζώνη και με την αξιοποίηση, σε βάθος χρόνου, της κρατικής περιουσίας. Βεβαίως, τότε είχαμε και το όφελος της μείωσης των επιτοκίων. Σήμερα, όμως, μπορούμε να έχουμε το όφελος της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας από την πραγματοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Τότε, είχαμε απώλεια ανταγωνιστικότητας κατά 15% περίπου μεταξύ 1994 και 1999, λόγω της ακολουθούμενης αντιπληθωριστικής συναλλαγματικής πολιτικής (πολιτική «σκληρής δραχμής»). Σήμερα, η ανταγωνιστικότητα αναμένεται να βελτιωθεί κατά το ίδιο ποσοστό αν έχουμε την υπομονή, την επιμονή και, κυρίως, την απαιτούμενη οργάνωση και διοίκηση να φέρουμε εις πέρας το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα.
Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στις ίδιες δυνάμεις της αδράνειας, δηλαδή το βαθύ συνδικαλιστικό-κομματικό κράτος, να ακυρώσουν και αυτήν την προσπάθεια. Οι υγιείς δυνάμεις αυτού του τόπου, που βρίσκονται διάσπαρτες και διασπασμένες, πρέπει να συνεισφέρουν στην προσπάθεια επίτευξης του βασικού στόχου, που είναι η έξοδος της χώρας από τη μεγαλύτερη κρίση της μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τρόπο ομαλό, ορθολογικό, συντεταγμένο και στο πλαίσιο της συνεργασίας μας με τις άλλες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης.
 
* Ο κ. Γιάννης Στουρνάρας είναι καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Αθηνών και γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ.

Δημοσιεύθηκε στην  Καθημερινή 02/01/2011 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου