...

...

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Η ανθρωπιά σε δοκιμασία

Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα της ομιλίας που εκφώνησε ο πολωνός κοινωνιολόγος Ζίγκμουντ Μπάουμαν στις 9 Σεπτεμβρίου 2006, στην ιταλική πόλη Καράρα, στο πλαίσιο εκδήλωσης με θέμα την «Συμβίωση»

 Η αποδοχή της εντολής να αγαπάμε τον πλησίον μας σηματοδοτεί την γενέθλια πράξη της ανθρωπιάς. Ολες οι άλλες συνήθειες της ανθρώπινης συμβίωσης, καθώς και οι αρχές και οι κανόνες που είχαν σχεδιαστεί προγενέστερα ή που ανακαλύφθηκαν μεταγενέστερα, δεν είναι παρά ένας (πάντοτε ατελής) κατάλογος γραμμένος στο περιθώριο αυτής της εντολής. Μπορούμε να προχωρήσουμε ακόμη ένα βήμα και να πούμε ότι, αφού αυτή η εντολή είναι η πρωταρχική προϋπόθεση ανθρωπιάς, πολιτισμού και πολιτισμένης ανθρωπότητας, στην περίπτωση που αυτή η εντολή αγνοείται ή απορρίπτεται κανείς δεν θα ήταν σε θέση να συνθέσει αυτόν τον κατάλογο ή να αξιολογήσει την πληρότητά του.
Αυτό είναι, ωστόσο, ένα μέρος της ιστορίας. Είναι το πιο λαμπρό μέρος. Το να βρισκόμαστε μπροστά σε έναν άλλο παρουσιάζει και μια σκοτεινή πλευρά. Ο άλλος μπορεί να είναι μια υπόσχεση αλλά μπορεί να είναι και μια απειλή. Μπορεί να προκαλεί σεβασμό αλλά και περιφρόνηση, θαυμασμό αλλά και φόβο. Το βαθύτερο ερώτημα είναι ποια από αυτές τις εναλλακτικές δυνατότητες είναι πιθανότερο να υλοποιηθεί. Οι φιλόσοφοι διαιρέθηκαν ανάλογα με την απάντηση που έδωσαν σε αυτό το ερώτημα.
Ο Χομπς, για παράδειγμα, υποστήριζε ότι αν δεν υπάρχει καταναγκασμός που να υποχρεώνει τους ανθρώπους να συμπεριφέρονται καλά, αυτοί θα αλληλοσφάζονται. Ο Ρουσό από την άλλη μεριά θεωρούσε ότι ίσως εξαιτίας του καταναγκασμού γινόμαστε σκληροί και προκαλούμε το κακό στους άλλους. Αλλοι ακόμα, όπως για παράδειγμα ο Νίτσε ή ο Σέλερ, υποστήριζαν ότι η πιθανή υλοποίηση μιας από τις δύο δυνατότητες εξαρτιόταν από το ποια τυπολογία προσώπων και σε ποιες περιστάσεις δεσμευόταν στη σχέση αμοιβαιότητας. 
Σύμφωνα με τον Νίτσε, μνησικακία είναι αυτό που οι κατώτεροι, οι περιθωριοποιημένοι, οι αποκλεισμένοι και οι ταπεινωμένοι νιώθυν για τους «καλύτερους» από αυτούς, εκείνους που έχουν αυτοαναγορευτεί καλύτεροι και έχουν επιβληθεί ως τέτοιοι: τους πλούσιους, τους ισχυρούς, εκείνους που είναι ελεύθεροι να επιβάλλονται στους άλλους, εκείνους που διεκδικούν το δικαίωμα να τους σέβονται μαζί με την άρνηση του δικαιώματος των κατωτέρων τους στην αξιοπρέπεια. Γι' αυτούς τους κατώτερους (τους «υπανθρώπους», τις «κατώτερες τάξεις», τις «μάζες», τους πληβείους) η αναγνώριση των αρετών και των δικαιωμάτων των καλυτέρων θα ισοδυναμούσε με την αποδοχή της κατωτερότητάς τους και της μικρότερης ή μηδενικής τους αξιοπρέπειας. Γι' αυτό το λόγο η μνησικακία είναι ένα παράξενο και βαθιά αμφίσημο μείγμα δουλοπρέπειας και φθόνου αλλά και ζήλιας και θυμού.
Μπορούμε να προσθέσουμε και ένα άλλο παράδειγμα μνησικακίας: έναν τύπο μνησικακίας ο οποίος εντείνεται με την αυξανόμενη «ρευστότητα» του κοινωνικού σεναρίου, με τη διάλυση της βολικής ρουτίνας, την ευθραυστότητα των ανθρώπινων δεσμών και την ατμόσφαιρα αβεβαιότητας, ανασφάλειας και διάχυτων φόβων. Αυτός ο τύπος είναι η μνησικακία προς τους ξένους -πρόσωπα τα οποία ξαιτίας του γεγονότος ότι δεν είναι οικεία και είναι επομένως απρόβλεπτα και ύποπτα, αποτελούν ζωντανές και χειροπιαστές προσωποποιήσεις της έντονα αισθητής και απειλητικής ρευστότητας του κόσμου. Οι ξένοι χρησιμεύουν σαν φυσικά ομοιώματα με τα οποία το φάντασμα ενός κόσμου που πάει κατά διαόλου μπορεί να ριχτεί στην πυρά. Είναι τα φυσικά ξόρκια στα τελετουργικά εξορκισμού των κακών πνευμάτων που απειλούν τις ήρεμες υπάρξεις των ευσεβών.
Μεταξύ των ξένων που αντιμετωπίζονται μνησίκακα, η τιμητική θέση ανήκει σήμερα στους πολιτικούς πρόσφυγες, σε εκείνους που ζητούν άσυλο ή σε απλούς εξαθλιωμένους εξόριστους, που προέρχονται από τα πιο φτωχά μέρη του πλανήτη. Αυτοί είναι, όπως εκφράστηκε κάποτε ο Μπρεχτ, «οι αγγελιοφόροι κακών ειδήσεων». Χτυπώντας την πόρτα μας, αυτοί μας θυμίζουν πόσο πρόσκαιρη είναι η ασφάλειά μας, πόσο αδύναμες και ευάλωτες είναι οι ανέσεις μας, πόσο επισφαλής είναι η ειρήνη μας και η ηρεμία μας.
Μεταξύ φυλετικών πολέμων και σφαγών, η γρήγορη εξάπλωση «αντάρτικων στρατών» (που συχνά δεν είναι παρά μεταμφιεσμένες συμμορίες κακοποιών) που θέλουν να αποδεκατίσουν τα αντίπαλα στρατεύματα και να στρατολογήσουν και να εκμηδενίσουν σε αυτή τη διαδικασία τον «πλεονάζοντα πληθυσμό» (κυρίως τους ανέργους και τους νέους χωρίς προοπτικές της χώρας τους) είναι ένα από τα πιο θεαματικά και φρικιαστικά αποτελέσματα της «αρνητικής παγκοσμιοποίησης», που απειλεί τις συνθήκες ζωής όλων αλλά πλήττει περισσότερο άμεσα τους «νεοπροσήλυτους στη νεωτερικότητα». Εκατοντάδες χιλιάδες πρόσωπα εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους, δολοφονήθηκαν ή υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους. Ισως η μοναδική βιομηχανία που υπάρχει στις χώρες τους (που επονομάζονται με τρόπο αμφίσημο και απατηλό «αναπτυσσόμενες χώρες») είναι η μαζική παραγωγή προσφύγων.
Οι πρόσφυγες είναι απόλιδες, αλλά με μια νέα έννοια. Αυτοί είναι περιθωριακοί και «εκτός νόμου» ενός νέου τύπου, τα προϊόντα της παγκοσμιοποίησης και το πιο διακριτό παράδειγμα και η προσωποποίηση του πνεύματος της παγκοσμιοποίησης ως μεθοριακής ζώνης. Αυτοί εμπλέκονται σε μια κίνηση που ποτέ δεν τερματίζεται, από τη στιγμή που ο προορισμός (της μετάβασης ή της επιστροφής) παραμένει πάντοτε αβέβαιος και αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «τελευταίος σταθμός» παραμένει για πάντα απροσπέλαστος. Είναι καταδικασμένοι να μην απελευθερωθούν από το βασανιστικό αίσθημα της προσωρινότητας και της αστάθειας. Αυτοί αντιπροσωπεύουν όλα τα προαισθήματα και όλους τους φόβους που ταράζουν τις άγρυπνες νύχτες μας.

Από τον ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
Δημοσιεύθηκε στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 28/10/2006

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου