...

...

Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

O φασισμός ως πολιτική άρνησης της ζωής

Του Σίμου Ανδρονίδη*

Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής συνεχίζει να διατηρεί υψηλά ποσοστά. Και όλα αυτά, παρά την αποκάλυψη της  εγκληματικής δράσης της οργάνωσης και την προφυλάκιση κορυφαίων στελεχών της.

Η βαθιά οικονομική-καπιταλιστική κρίση, η κρίση υπερσυσσώρευσης και οι συνέπειες της έχουν οδηγήσει πλατιά λαϊκά-κοινωνικά στρώματα στο κοινωνικό και πολιτικό περιθώριο.

Συμπληρωματικά σε αυτό, η βαθιά κρίση πολιτικής εκπροσώπησης η οποία ενυπήρχε, η απαξίωση και η απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος, συνετέλεσαν αφενός μεν στην σταδιακή ανάδυση και ενδυνάμωση του νεοναζιστικού μορφώματος, αφετέρου δε στην περαιτέρω κοινωνική, πολιτική και εκλογική νομιμοποίηση του. Αυτοί όμως είναι οι προφανείς λόγοι της κοινωνικής ανόδου της Χρυσής Αυγής.
Ίσως θα πρέπει να ανατρέξουμε και σε περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας. Η ακροδεξιά πολιτική παράταξη έχει ένα συγκεκριμένο ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό υπόβαθρο. Αρκεί να θυμηθούμε την δράση των δωσίλογων και των ταγματασφαλιτών την περίοδο της Κατοχής.
Οι Χίτες του Γρίβα, οι ταγματασφαλίτες δρούσαν ως το «μακρύ αιματοβαμμένο και κατασταλτικό χέρι» των ναζιστικών αρχών κατοχής, προσπαθώντας να χτυπήσουν την ηρωική Εαμική Αντίσταση.
Αρκεί να θυμηθούμε την αρχική απάθεια με την οποία συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις και μερίδες τάξεων υποδέχθηκαν το πραξικόπημα των συνταγματαρχών τον Απρίλιο του 1967. Την σιωπηρή κοινωνική συναίνεση που διαμορφώθηκε γύρω από τις κατασταλτικές πολιτικές και τις πολιτικές προσεταιρισμού συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων στις οποίες και προχώρησε η δικτατορία των συνταγματαρχών, έσπασε η πρώτη αντίδραση των αντιδικτατορικών πολιτικών οργανώσεων.
Η προσφυγή σε αυτό το μακροϊστορικό επίπεδο, η άμεση σύνδεση πολιτικού παρελθόντος και πολιτικού παρόντος μας δείχνει ότι το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής εγγράφεται στην πολιτική «παράδοση» του δωσιλογισμού και της στήριξης του γερμανικού ναζισμού.
Επίσης, εγγράφεται στην κοινωνική και πολιτική «παράδοση» της στήριξης που παρέχουν μερίδες της άρχουσας τάξης, συνολικά η άρχουσα τάξη, σε αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης, ιδίως όταν διακυβεύεται η προάσπιση των συμφερόντων της.
Η πολιτική στήριξη της επτάχρονης δικτατορίας των συνταγματαρχών, της επτάχρονης τυραννίας, εγγράφεται στον πυρήνα του πολιτικού λόγου του νεοναζιστικού μορφώματος, ανατέμνοντας την ίδια την πολιτική δράση του.
Έτσι λοιπόν, η συγκεκριμένη πολιτική κληρονομιά ενσωματώνεται στην σημερινή πολιτική δράση της Χρυσής Αυγής λαμβάνοντας συγκεκριμένα και αιματηρά πολιτικά χαρακτηριστικά. Αυτή η αιματηρή πολιτική κληρονομιά ορίζει και κατευθύνει την πολιτική δράση της Χρυσής Αυγής.
Και σε αυτό το πεδίο πρέπει να κατανοήσουμε την δολοφονία του νεαρού αντιφασίστα μουσικού Παύλου Φύσσα, από τον Γιώργο Ρουπακιά, μέλος της Χρυσής Αυγής. Η βία είναι αναπόσπαστο στοιχείο του φασισμού-ναζισμού, ενυπάρχει στον πυρήνα του, στα πολιτικά του «κύτταρα».
Η πολιτική δολοφονία του νεαρού αντιφασίστα μουσικού, όπως και οι δολοφονίες μεταναστών που προηγήθηκαν, συνεχίζουν την παράδοση των πολιτικών δολοφονιών στην Ελλάδα, (βλ. την δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο του 1963, την δολοφονία του βουλευτή Γιώργη Τσαρουχά από την στρατιωτική δικτατορία το 1968).
Χρειάζεται συστηματική πάλη ενάντια στο τέρας του φασισμού-ναζισμού, συστηματική πάλη «από τα κάτω».
Ιδιαίτερα σήμερα, όπου παρακολουθούμε κοινωνικά στρώματα να έχουν αποκοπεί από την ζώσα μνήμη, από την ζώσα αντιφασιστική μνήμη. Να έχουν αποκοπεί από τις ιστορικές παρακαταθήκες της Εαμικής αντιφασιστικής αντίστασης και είτε να αγνοούν είτε να θεωρούν ως ένα «απλό» κεφάλαιο της ιστορίας τις φρικαλεότητες που διέπραξαν τα Γερμανικά ναζιστικά στρατεύματα κατοχής στην Ελλάδα. (Καλάβρυτα, Δίστομο).
Η λήθη, η ιστορική «αμνησία» συμβάλλει στην ιστορική άγνοια, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την νομιμοποίηση της Χρυσής Αυγής. Η μη καταβύθιση στο φορτισμένο με μνήμες ιστορικό πεδίο, «ουδετεροποιεί» την πολιτική δράση, δημιουργώντας εύφορο έδαφος για την άνοδο του φασιστικού ολοκληρωτισμού.
Χρειάζεται συστηματική πάλη και αντιπαράθεση με τις πολιτικές της νεοφιλελεύθερης Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία προωθεί συστηματικά την εξίσωση φασισμού - κομμουνισμού, κάτι που συντείνει και συμβάλλει στην περαιτέρω άνοδο, στην περαιτέρω κοινωνική και πολιτική νομιμοποίηση του φασισμού-ναζισμού και των διάφορων παραφυάδων του.
Ο φασισμός-ναζισμός πρέπει να γίνει αντιληπτός ως το «μακρύ χέρι», ως το οργανικό συμπλήρωμα του καπιταλισμού και της αστικής τάξης και ως τέτοιος πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Η σύμφυση φασισμού-ναζισμού και εξουσίας των μονοπωλίων παρήγαγε και παράγει φρίκη. Τα μονοπώλια ιστορικά έχουν στηρίξει ποικιλοτρόπως φασιστικά-ναζιστικά κόμματα, (Βλ. Γερμανία), ιδιαιτέρως σε περιπτώσεις όπου θεωρούν ότι τίθενται σε άμεσο κίνδυνο τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα τους.
Η υποβολή ερωτήσεων στο Κοινοβούλιο από βουλευτές του νεοναζιστικού μορφώματος υπέρ των εφοπλιστικών συμφερόντων, αποκαλύπτει και ξεσκεπάζει τον δήθεν «αντισυστημικό» χαρακτήρα της οργάνωσης. 
Το νεοναζιστικό μόρφωμα αποστρέφει το βλέμμα του από την εργατική- κοινωνική σφαίρα, από τα πολλαπλά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι,   εστιάζοντας ταυτόχρονα σε μία αμιγώς «εθνική» σφαίρα που αποκλείει τον «άλλο», το «διαφορετικό» και τον διαφορετικό», τον μελαψό μετανάστη.
Τα κόμματα της Αριστεράς, το εργατικό-ταξικό κίνημα πρέπει να δραστηριοποιηθεί παντού, να αποκρούσει την περαιτέρω διάχυση του φασιστικού-ρατσιστικού  δηλητηρίου σε χώρους εργασίας, καθώς και σε εκπαιδευτικούς χώρους. 
Ιδιαίτερα τώρα που η Χρυσή Αυγή επιδιώκει να αυξήσει την επιρροή της στο κοινωνικό πεδίο, δημιουργώντας συνδικάτα και σωματεία σε χώρους εργασίας. Γιατί, σε τελική ανάλυση, η ιστορική λήθη είναι αυτή που «θρέφει» το τέρας του φασισμού-ναζισμού.
Καταπολεμώντας την ιστορική λήθη, μέσω της επίκλησης της διαδικασίας της γνώσης και της αντιφασιστικής πολιτικής κληρονομιάς, καταπολεμούμε τον ίδιο τον φασισμό- ναζισμό.
Γιατί, όπως λέει και ο Τόνι Νέγκρι, «ο φασίστας ωθεί σε μίσος για τον άλλον, καθαγιάζει τη βία σαν φάρμακο κατά της διαφθοράς του κόσμου, εξαλείφει τις διαφορές, εξυμνεί την τάξη ενός παρωχημένου κόσμου… Ο φασίστας-ο κάθε φασίστας- αντιδρά με τρόπο καταστροφικό εναντίον της κίνησης της ζωής, εναντίον του χαρούμενου και πολλαπλού τρόπου με τον οποίο διαμορφώνεται η ζωή» (1).
Η αντίληψη του Τόνι Νέγκρι ουσιαστικά δίνει το αναγκαίο υπόστρωμα για να αντιληφθούμε τον φασισμό ως πολιτική και ιδεολογική κίνηση άρνησης της ίδιας της ζωής. Η πολλαπλή πρόσληψη της ίδιας της ζωής οφείλει να αντιπαρατεθεί άμεσα με την «καταθλιπτική ομοιομορφία», μία «καταθλιπτική ομοιομορφία» που δύναται να  παραγάγει θάνατο, φρίκη και βαρβαρότητα.
Για να μην ζήσουμε πάλι την φρίκη σε όλες τις μορφές οφείλουμε να βυθιστούμε στο σπάραγμα της ιστορικής μνήμης, στο σημείο εκείνο όπου η μνήμη «καίει» και είναι ολοζώντανη, ώστε να μπορέσουμε να βρούμε ξανά το νήμα εκείνο που θα μας συνδέσει και επανασυνδέσει ταυτόχρονα με την αντιφασιστική πολιτική κληρονομιά και παράδοση.-

(1) Βλ.σχετικά, Τόνι Νέγκρι, ‘Η ζωή μου από το Άλφα ως το Ωμέγα’, Μια συνομιλία με την Αν Ντιφουρμαντέλ, Μετάφραση:Μαρίνα Κουνέζη, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2002, σελ.89.

*Ο Σίμος Ανδρονίδης είναι  υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.


ΠΗΓΗ: http://tvxs.gr 01/04/2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου