...

...

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

Ο καπιταλισμός ως θεσμικό κακό: από τον Μαξ Βέμπερ στους επισκόπους της Βραζιλίας

Του Μικαέλ Λεβί*

Υπάρχει μια εμπεδωμένη παράδοση στο δυτικό πολιτισμό, η ηθική κρίση να ερμηνεύεται αποκλειστικά σε συσχετισμό προς την ατομική ευθύνη. Κάθε φορά που κάτι δεν πάει καλά στη σφαίρα της πολιτικής ή της οικονομίας, θεωρείται ότι η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί στη διαφθορά ή στις ανήθικες πράξεις κάποιων προσώπων. Για παράδειγμα, η πρόσφατη οικονομική κρίση προκάλεσε την εμφάνιση ενός πλήθους ηθικολογούντων σχολίων, που κατήγγειλαν την κακή και ανεύθυνη συμπεριφορά των τραπεζιτών και των κερδοσκόπων. Ο κύριος Σαρκοζί και άλλοι πολιτικοί αρχηγοί έγιναν η αιτία να δημιουργηθεί ένα κίνημα προς την ηθικοποίηση του καπιταλισμού.
Πριν από έναν σχεδόν αιώνα, ο Μαξ Βέμπερ έγραψε ένα σοβαρό και μαζί ιδιαίτερα διαφωτιστικό σχόλιο σχετικά με τη φύση του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος, τονίζοντας, στο Οικονομία και Κοινωνία, τον ριζικά απρόσωπο χαρακτήρα του συστήματος:
«Η ανταγωνιστικότητα (Konkurrenzfähigkeit), η αγορά –η αγορά της εργατικής δύναμης, η χρηματιστηριακή/χρηματοπιστωτική αγορά, η αγορά των εμπορευμάτων– και άλλοι αντικειμενικοί λόγοι καθορίζουν τη συμπεριφορά των ατόμων σε αποφασιστικά σημεία και εμβάλλουν μεταξύ των ανθρώπινων όντων απρόσωπες δυνάμεις. Οι παρατηρήσεις αυτές δεν είναι ούτε ηθικές ούτε ανήθικες, απλώς δεν έχουν να κάνουν τίποτα με την ηθική· είναι ξένες προς κάθε έννοια ηθικής. Η “δουλεία χωρίς αφέντη” στην οποία ο καπιταλισμός φυλακίζει τον εργαζόμενο ή τον οφειλέτη μπορεί να αναλυθεί μόνο ως θεσμικό φαινόμενο (…).»[1]
Παρά το γεγονός ότι ο Βέμπερ δεν αποκαλεί ρητά τον καπιταλισμό «θεσμικό κακό», ο ορισμός του περί δουλείας-χωρίς-αφέντη αποτελεί σχόλιο ισχυρό από ηθική και πολιτική άποψη, απολύτως ξένο προς κάθε είδους απολογητικό λόγο, ο οποίος εξακολουθεί να κυριαρχεί σήμερα και ο οποίος επιμένει να εξισώνει τον καπιταλισμό με την ελευθερία. Στο δοκίμιό του για την κατάσταση της αστικής δημοκρατίας στη Ρωσία (1906), ο Βέμπερ καταρρίπτει ειρωνικά τη σχετική συμβατική φιλελεύθερη/ αστική θέση στο θέμα αυτό. Σύμφωνα με τον Βέμπερ, «είναι απολύτως γελοίο να αποδίδεται στον σημερινό καπιταλισμό με τη μορφή που αυτός εισήχθη στη Ρωσία ή που εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ […] οποιαδήποτε εκλεκτική συγγένεια προς την έννοια της “δημοκρατίας” ή ακόμη και της “ελευθερίας”». Αντίθετα, αυτό που πρέπει να γίνει είναι να τεθεί το ερώτημα κατά ποιοN τρόπο οι έννοιες αυτές θα μπορούσαν μακροπρόθεσμα να ισχύσουν σε συνθήκες καπιταλιστικής κυριαρχίας.[2]
«Δουλεία χωρίς αφέντη» σημαίνει ότι ο καπιταλισμός ως θεσμός είναι αυστηρά απρόσωπος, και άσχετος προς κάθε έννοια ηθικής. Αυτό εξηγεί και το λόγο που η Καθολική Εκκλησία απέτυχε να ηθικοποιήσει τη συμπεριφορά των καπιταλιστικών παραγόντων, όπως εξηγεί και την εκ μέρους της κριτική του καπιταλισμού, που αντιστοιχεί προς αυτό που ο Βέμπερ περιέγραψε ως «χριστιανικό σοσιαλισμό» και ο Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ως «φεουδαρχικό σοσιαλισμό». Σύμφωνα με τον Μαρξ, αυτό το είδος του κληρικού ψευδοσοσιαλισμού, «άλλοτε ως αντίλαλος από το παρελθόν κι άλλοτε ως απειλητικό προμάντεμα για το μέλλον, έβρισκε πάντα τον τρόπο να πετυχαίνει κατάστηθα την αστική τάξη με τις ιοβόλες και πνευματώδεις κρίσεις του […] δίχως ποτέ να πάψει να φαντάζει κωμικός».[3]
Η χριστιανική «ευφυής κριτική» του καπιταλισμού έχει προσανατολισμό παραδοσιακό κυρίως, αλλά και συντηρητικό και αντιδραστικό. Ωστόσο, ο προσανατολισμός αυτός θα αλλάξει στη Λατινική Αμερική υπό την επιρροή της Θεολογίας της Απελευθέρωσης. Ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα είναι το κείμενο που συνέταξε το 1973 μια ομάδα επισκόπων στη Βραζιλία, οι οποίοι προέρχονται από τις βορειανατολικές επαρχίες της χώρας. Παραθέτω ένα μέρος από αυτό το ντοκουμέντο, που επιγράφεται Η κραυγή των Εκκλησιών: «Θα πρέπει να ξεπεράσουμε τον καπιταλισμό — αυτό το ύψιστο κακό, μια συσσωρεμένη αμαρτία, τη σάπια ρίζα, το δέντρο που παράγει τους καρπούς που τόσο καλά γνωρίζουμε: τη φτώχεια, την πείνα, την αρρώστια και το θάνατο […] Προκειμένου να το επιτύχουμε [την ανατροπή του καπιταλισμού] είναι απαραίτητο να προχωρήσουμε πέρα από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής (εργοστάσια, γη, εμπόριο και τράπεζες)».[4]
Συνδυάζοντας παραθέματα από τη Βίβλο και μαρξιστικές έννοιες, αυτό το ισχυρό ηθικό κατηγορητήριο του καπιταλισμού προχώρησε πολύ πέρα από το πρόγραμμα της επίσημης Αριστεράς, όπως αυτή αντιπροσωπευόταν από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βραζιλίας, η οποία παρέμενε προσκολλημένη στον προοδευτικό ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα βασισμένο στην αντιπαράθεση προς τη φεουδαρχία και την ανάπτυξη του εργοστασιακού καπιταλισμού.
Είναι βέβαιο ότι αυτή η διακήρυξη αποτελούσε έργο μιας ομάδας συμβούλων –θεολόγων, κοινωνιολόγων και ακτιβιστών– αλλά οι επίσκοποι την υπέγραψαν περιβάλλοντάς την έτσι με το κύρος επίσημου εκκλησιαστικού ντοκουμέντου. Η διακήρυξη αυτή αντιπροσωπεύει μια σημαντική μετατόπιση σε σχέση με τον παραδοσιακό λόγο της Καθολικής Εκκλησίας, δεδομένου ότι υποβαθμίζει τη σημασία του ατομικού αμαρτήματος μετατοπίζοντας το βάρος προς το θεσμικό κακό. Ως εάν οι επίσκοποι ή οι σύμβουλοί τους είχαν λάβει υπόψη τους τις απόψεις του Βέμπερ: ο καπιταλισμός μπορεί να πολεμηθεί ηθικά μόνο ως θεσμός.
Μεταφερμένο στη σημερινή κρίση, το δίδαγμα είναι σαφές: η ρίζα του κακού δεν έγκειται σε κάποια οικονομική κακοδιαχείριση ή σε κάποια ανεύθυνη κερδοσκοπία, πολιτική διαφθορά ή ανεξέλεγκτο εγωισμό –στοιχεία τα οποία αναντίρρητα υπάρχουν όλα–, αλλά στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα.

Έγκον Σίλε, “Όρθιος γυμνός άντρας”, 1914

[1] Max Weber, Wirtschaft und Gesellschaft, Τυβίγγη, JCB Mohr, 1922, σ. 800.

[2]Max Weber, “Zur Lage der bürgerlichen Demokratie in Russland“, Archiv für Sozialwissenschaft und Sozialpolitik, Band 22, Beiheft, σ. 353.

[3] Μαρξ-Ένγκελς, Το Μανιφέστο του Κομουνιστικού Κόμματος, μετ.: Κώστας Κουτσουρέλης, Νεφέλη, Αθήνα 2002.

[4] Στο In Obispos Latinoamericanos entre Medellin y Puebla, Σαν Σαλβαδόρ, UCA, 1978, σ. 71.


*Ο Μικαέλ Λεβί είναι διευθυντής ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας (CNRS) και διδάσκει στην Ανώτατη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών (EHESS) στο Παρίσι. Το κείμενο βασίζεται στην ομιλία του στο διεπιστημονικό συνέδριο «Εννοιολογήσεις του Κακού» που οργάνωσε το Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο στις 16-18 Δεκεμβρίου. 

Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ 24/12/2010 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου