ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
Τσβετάν Τόντοροφ |
ΤΟΝ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟ Δεκέμβριο ο Τσβετάν Τόντοροφ βρέθηκε στη Ρώμη για να τιμηθεί με το βραβείο Σάντρο Ονόφρι για το συγγραφικό του έργο.
Με την ευκαιρία αυτή συνομίλησε με τον Μαουρίτσιο Μπετίνι, καθηγητή Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σιένα, και ο διάλογός τους δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «La Repubblica».
Σε ένα συμπόσιο προς τιμήν σας, που έγινε πριν από λίγες εβδομάδες στο Παρίσι, ο Λιονέλ Νακάς, υπογραμμίζοντας τη σημασία του εκλεκτικισμού στις επιστήμες του ανθρώπου, υποστήριξε ότι και εσείς είστε ένας «εκλεκτικιστής». Αναγνωρίζετε τον εαυτό σας σε αυτό το χαρακτηρισμό;
Αναμφίβολα οι περιστάσεις της ζωής μου είναι εν μέρει υπεύθυνες για την πολλαπλότητα των ενδιαφερόντων μου. Στην ηλικία των 24 ετών άφησα τη χώρα μου, τη Βουλγαρία, για να έρθω στη Γαλλία, και αυτό άλλαξε σοβαρά τις συνήθειές μου. Πέντε χρόνια μετά, εντάχθηκα στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Ερευνας, έναν εξαιρετικά φιλελεύθερο θεσμό. Αισθάνομαι ωστόσο ότι οι επιστήμες του ανθρώπου περιστρέφονται όλες τους γύρω από το ίδιο αντικείμενο, έστω και αν τα θέματα που μελετούν είναι διαφορετικά. Ενας ορισμένος εγκυκλοπαιδισμός, μια πολλαπλότητα απόψεων γύρω από το ίδιο αντικείμενο μού φαίνεται επομένως ευκταία.
Στο πεδίο μας ισχύει αυτός ο κανόνας της γνώσης: Χρειάζεται να προχωράμε πάντοτε πέρα από τη δική μας υποκειμενική άποψη και να προσπαθούμε να παίρνουμε υπόψη μας την άποψη των άλλων, με ένα συνεχές πήγαιν'-έλα.
Ένα από τα βιβλία σας έχει τον προγραμματικό τίτλο «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο (Ουάιλντ, Ρίλκε, Τσβετάγεβα)». Τι θέση κατέχει αυτό το έργο στην εργασία σας;
Οφείλω να πω αμέσως ότι αυτή η διατύπωση, «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο», που την έχω πάρει από τον «Ηλίθιο» του Ντοστογέφσκι, μπορεί να έχει πολλά νοήματα. Ασχολούμαι με τη ζωή και τη σκέψη τριών μεγάλων ευρωπαίων συγγραφέων, που μπορούν συνοπτικά να τοποθετηθούν στη ρομαντική περίοδο. Σύμφωνα με τα ρομαντικά ιδεώδη, η δημιουργία του ωραίου είναι η ανώτατη αξία της ύπαρξης και είμαστε δικαιολογημένοι αν υποτάξουμε σε αυτήν όλα τα υπόλοιπα. Οι τρόποι όμως με τους οποίους υλοποιείται αυτό το ιδεώδες διαφέρουν: ο Ουάιλντ θέλησε να κάνει τη ζωή του έργο τέχνης, ο Ρίλκε ήταν έτοιμος να θυσιάσει την ύπαρξή του στο βωμό της ποιητικής δημιουργίας, η Τσβετάγεβα καθιέρωσε μια ριζική τομή ανάμεσα σε υψηλό και χαμηλό, ανάμεσα σε ποίηση και καθημερινή ζωή. Κι ωστόσο, αυτοί οι τρεις καλλιτέχνες, των οποίων τα έργα είναι αξιοθαύμαστα, είχαν μια ζωή που θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε τραγική, έστω και με διαφορετικές διαβαθμίσεις. Η αφήγησή μου αποκαλύπτει την ευθραυστότητα αυτής της ρομαντικής κοσμοαντίληψης και εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο καθένας μας θεμελιώνει τη ζωή του.
Ας πάρουμε ένα άλλο από τα θέματά σας (και θέμα των βιβλίων σας)*, το φόβο των βαρβάρων. Ο όρος «βάρβαρος» έχει ένα πελώριο σημασιολογικό δυναμικό. Αποκαλώντας «βάρβαρο» οποιονδήποτε άλλον ταυτιζόμαστε αυτόματα με τους δασκάλους κάθε πολιτισμού, τους Έλληνες, οι οποίοι ονόμαζαν βαρβάρους όλους όσοι δεν ήταν Έλληνες. Αλλά και με τους Ρωμαίους, που έμαθαν γρήγορα από τους Έλληνες να ονομάζουν βαρβάρους τους μη Ρωμαίους ή και με τους Εβραίους και τους χριστιανούς, που με τη σειρά τους ονόμαζαν βαρβάρους τους εθνικούς, δηλαδή τους παγανιστές.
Από τις απαρχές της η λέξη «βάρβαρος» έχει δύο διαφορετικές σημασίες. Από τη μια μεριά έχει ένα νόημα σχετικό, αντιστρέψιμο: Αποκαλούνται βάρβαροι εκείνοι που δεν μιλούν τη γλώσσα μας ή τη μιλούν άσχημα. Από την άλλη, αντίθετα, έχει ένα απόλυτο νόημα, ανεξάρτητο από τη σκοπιά εκείνου που μιλάει. Σε αυτήν την περίπτωση χαρακτηρίζεται βάρβαρος εκείνος που παραβιάζει τους κανόνες της κοινής ζωής, εκείνος που συμπεριφέρεται με τρόπο ιδιαίτερα σκληρό, που δεν έχει κανένα σεβασμό για τη ζωή των άλλων. Το να συγχέουμε αυτά τα δύο νοήματα είναι εσφαλμένο, και είναι το δεύτερο που διατηρεί ακόμη όλη του τη σημασία. Στον εικοστό αιώνα γνωρίσαμε πράξεις βαρβαρότητας που δεν είχαν πλέον καμία σχέση με το γεγονός ότι τα θύματα ήταν ξένοι, ότι μιλούσαν άσχημα τη γλώσσα κ.ο.κ. Ας σκεφτούμε ιδιαίτερα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα στην Ευρώπη. Ο βάρβαρος είναι εκείνος που δεν αναγνωρίζει την πλήρη ανθρώπινη υπόσταση των άλλων. Χρειάζεται όμως και να θυμόμαστε ότι κανένας λαός, κανένα άτομο δεν είναι «βάρβαρο» μια για πάντα. Είναι μόνο οι ενέργειές του και οι συμπεριφορές του.
Πιστεύω ότι ένα άτομο έχει το δικαίωμα να επιλέγει την πολιτισμική του ταυτότητα, ακριβώς όπως ο Βολτέρος υποστήριζε ότι καθένας έχει το δικαίωμα να επιλέγει την «πατρίδα» του. Σήμερα, ωστόσο, πολλοί δεν σκέφτονται έτσι.
Κάθε ανθρώπινη ομάδα διαθέτει μια κουλτούρα, δηλαδή ένα σύνολο κανόνων συμπεριφοράς και νοητικών αναπαραστάσεων. Αρχικά δεχόμαστε την κουλτούρα μας χωρίς να το έχουμε αποφασίσει: είναι εκείνη των γονέων μας. Μεγαλώνοντας, όμως, μπορούμε να κάνουμε εθελούσιες επιλογές, να γνωρίσουμε κουλτούρες διαφορετικές από εκείνη στην οποία γεννηθήκαμε ή να αποφασίσουμε να συνεχίσουμε να ζούμε με αυτήν. Από την άλλη μεριά, η κουλτούρα κάθε ανθρώπινης ομάδας μετασχηματίζεται με το πέρασμα του χρόνου. Με αυτήν την έννοια, κάθε ζωντανή κουλτούρα μοιάζει με το μυθικό καράβι, την «Αργώ». Το ταξίδι της διήρκεσε τόσο πολύ που όλα τα μέρη της άλλαξαν, τα κατάρτια, τα σχοινιά, τα πανιά, και ωστόσο ήταν πάντοτε το ίδιο καράβι. Μια κουλτούρα που δεν αλλάζει είναι μια νεκρή κουλτούρα και δεν υπάρχει τίποτα σ' αυτήν για το οποίο μπορούμε να υπερηφανευόμαστε (...).
* Τ. Τόντοροφ: «Ο φόβος των βαρβάρων», «Πόλις», 2009.
Δημοσιεύθηκε στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ στο ένεθετο 7 στις 06/03/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου