του Νίκου Γ. Ξυδάκη
Η διαρροή άξιων Ελλήνων προς το εξωτερικό συνεχίζεται αυξανόμενη και τίποτε δεν φαίνεται ικανό να την ανακόψει. Εκτός ίσως από μια άλλη διαφαινόμενη τάση: τη ροή νέων ανθρώπων προς την περιφέρεια. Τον τελευταίο καιρό, της ύφεσης και της ανεργίας, όλο και περισσότεροι άνθρωποι των πόλεων, εκπαιδευμένοι, μορφωμένοι, διψασμένοι για εργασία και προκοπή, διψασμένοι για δημιουργική ένταξη στον κοινωνικό κορμό, εγκαταλείπουν τα μεγάλα αστικά κέντρα και αναζητούν την τύχη τους στα χωριά, στην ύπαιθρο, σε μικρές πόλεις.
Πηγαίνουν, δεν επιστρέφουν στα χωριά – διότι, απλούστατα, δεν έχουν όλοι χωριό και αν έχουν, πιθανότατα δεν έχουν πια κλήρο, περιουσία, σπίτι. Έχουν τη μνήμη κάποιων καλοκαιριών, τις διηγήσεις των γονιών τους, ώς εκεί. Αυτό που τους παρακινεί προς το χωριό δεν είναι ο νόστος σε κάτι που δεν θυμούνται γιατί δεν υπήρξε, δεν είναι το μεταφυσικό κάλεσμα της ρίζας, δεν είναι μια νεοχίπικη διάθεση για ανέμελη περιπλάνηση σε ιδεώδεις Αρκαδίες· όχι. Αυτό που τους παρακινεί είναι εξόχως υλικό, σωματικό, είναι ανάγκη: το άστυ τους διώχνει. Το άστυ δεν τους προσφέρει εργασία, δεν τους προσφέρει κοινωνικό μισθό, δεν τους προσφέρει υλικές προϋποθέσεις για ζωή με αξιοπρέπεια. Το άστυ δεν υπόσχεται πια τίποτε· το παρόν είναι ζοφερό και πανάκριβο, το μέλλον αβέβαιο. Η επαρχία, αντιθέτως, εμφανίζεται προσιτή, βατή, ήμερη. Η καθημερινότητα είναι πολύ πιο εύκολη, το κόστος διαβίωσης αισθητά χαμηλότερο, οι οικιακές οικονομίες κλίμακος και οι συνέργειες εφικτές, τα οφέλη από την επαφή με τη Φύση είναι απτά και ανεκτίμητα, τα παιδιά μεγαλώνουν με παιχνίδι και ελευθερία, οι τηλεπικοινωνιακές δυνατότητες είναι σχεδόν ίδιες παντού. Και εντέλει, οι αποστάσεις από το άστυ έχουν βραχυνθεί θεαματικά.
Πολλοί νέοι έχουν ήδη εγκατασταθεί στην επαρχία. Οι πιο τολμηροί και αποφασισμένοι, οι πιο δυναμικοί, έχουν ξεκινήσει πρότυπες καλλιέργειες και μικρές μεταποιητικές μονάδες, οικοτεχνικής ή μικρής βιοτεχνικής κλίμακας: αμπέλια, κρασιά, μέλια, κηπευτικά, κτηνοτροφία, τυροκομία, σαπωνοποιία, χειροτεχνήματα κ.λπ. Παράλληλα, αναπτύσσουν τεχνογνωσία, εισάγουν νέες μεθόδους, πειραματίζονται· προσπαθούν να στήσουν δίκτυα διανομής και εμπορίας, το δυσκολότερο. Πάρα πολλοί άλλοι θα ήθελαν να ακολουθήσουν, για να απομακρυνθούν από την ύφεση και την ανεργία. Δεν αποτολμούν την κίνηση γιατί δεν μπορούν να εξασφαλίσουν εργασία και εισόδημα. Δεν μπορούν όλοι να γίνουν ακτήμονες καλλιεργητές, δεν έχουν όλοι ρίζες και σπίτι. Κι όμως, έχουν μόρφωση, εκπαίδευση, ειδικά προσόντα, ενεργητικότητα, νιάτα – ανθρώπινο κεφάλαιο που θα μπορούσε να μεταμορφώσει λ. χ. σε μικρή Ελβετία παραδείσιες ορεινές περιοχές, όπως η Ηπειρος, με ανάπτυξη πρότυπων μονάδων έρευνας, επιστήμης, τεχνολογίας, οικοτουρισμού, μεταποίησης για εκλεκτά προϊόντα με ονομασία προελεύσεως.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο ξαναβρίσκουμε μπροστά μας την απουσία σχεδιασμού, σκέψης, στρατηγικής, γνώσης και βέβαια πολιτικής βούλησης εκ μέρους του κράτους των Αθηνών. Περιφερειακή ανάπτυξη στα μυαλά τεχνοκρατών και πολιτικών σημαίνει μοιρασιά επιδοτήσεων με ρουσφετολογικά ή εντελώς καιροσκοπικά κριτήρια, διασπορά γραφειοκρατίας υπό το κάλυμμα γενικών ευρωπαϊκών οδηγιών, ίδρυση λαθρόβιων επαρχιακών σχολών ΑΕΙ και ΤΕΙ, πριμοδότηση του άγριου τουρισμού.
Καμία ουσιαστική εθνική πολιτική για περιφερειακή ανάπτυξη, με ρεαλιστικούς και πρακτικούς στόχους, για προσέλκυση νέου αίματος και αποτροπή της αστυφιλίας, δεν έχει σχεδιαστεί και εφαρμοστεί εδώ και δεκαετίες, πλην της ανάπτυξης υποδομών με κοινοτικά κονδύλια. Αυτή η ακηδία, η ανικανότητα, η αδιαφορία, στο παρόν περιβάλλον ύφεσης και δομικής κρίσης, παίρνουν χαρακτηριστικά προδοσίας και διαστάσεις εγκλήματος. Ο εγκλωβισμός των νέων και της μικρομεσαίας τάξης σε ένα παρόν ανεργίας, ύφεσης και μαρασμού, με μόνη εναλλακτική οδό τη μετανάστευση ή την παραμονή με εξαθλίωση, είναι αυτοχειριασμός ιστορικών διαστάσεων.
Η Ελλάδα διαθέτει ενδοχώρα, που τώρα τελεί εν υπνώσει ή μαρασμώ, διαθέτει αναξιοποίητους και δυνάμει αναξιοπαθούντες ανθρώπους υψηλής ποιότητας, που τώρα πια διάγουν εν κρίσει, σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Μια οδός σωτηρίας ή και αναγεννήσεως θα ήταν ο επανεποικισμός της ενδοχώρας με σύγχρονους όρους ανάπτυξης, με τόλμη και φαντασία, με αναθεώρηση προτύπων βίου και συμπεριφοράς. Προς τούτο απαιτείται αφενός μια διοίκηση ευφάνταστη και ευέλικτη, κοντά στους πολίτες και στην πραγματικότητα· αφετέρου, πολίτες που θα πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους, θα πιέσουν το κράτος, θα υπερβούν το κράτος, θα υπερβούν τους παλαιούς εαυτούς τους, θα δώσουν νέο περιεχόμενο, νέο νόημα στον χώρο, στη χώρα, στον συλλογικό βίο, στον συλλογικό εαυτό: αυτά προπάντων.
Δημοσιεύθηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 26/09/2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου