Από τον Θάνο Λίποβατς*
Τι είναι Δημοκρατία, τι είναι εθνικισμός; Πριν απ’ όλα, άλλο πράγμα είναι ο εθνικισμός, άλλο η εθνική ταυτότητα και άλλο το έθνος.
Το έθνος είναι μια αντικειμενική κατάσταση που κατονομάζει την υπόσταση ενός λαού ως καθολικά αναγνωρισμένο πολιτικό μόρφωμα. Η εθνική ταυτότητα αναφέρεται στον υποκειμενικό αυτοπροσδιορισμό ενός λαού, δηλαδή την ιστορική μνήμη και γνώση, τις φαντασιώσεις για τον εαυτό του και τους άλλους, καθώς και τους στόχους που βάζει για το μέλλον. Ο εθνικισμός όμως είναι το σύνολο των ιδεών, φαντασιώσεων και συμβόλων που κινητοποίησαν και κινητοποιούν έναν λαό ως ιδεολογία σε ορισμένες κατευθύνσεις.
Η Δημοκρατία, ως ιδέα και ως σύστημα διακυβέρνησης, έχει έναν καθολικό χαρακτήρα, ενώ η εθνική ταυτότητα υπάρχει πάντα ως η ιδιαίτερη συλλογική ταυτότητα ενός έθνους. Δεν υπάρχει έτσι μια υπαρκτή Δημοκρατία δίχως ένα υπόβαθρο, μια ιδιαίτερη ταυτότητα που την αποδέχεται.
Ωστόσο, κατ’ αρχήν δεν υπάρχει ιδεώδης Δημοκρατία. Όπως διδάσκει η Ιστορία, υπάρχουν ιμπεριαλιστικές, ή μόνον κατ’ όνομα Δημοκρατίες. Μια Δημοκρατία στην οποίαν δεν κυριαρχούν η βία και η διαφθορά στην καθημερινότητα (όπως γίνεται στη Λατ. Αμερική, στη Ρωσία, στη Νότιο Ιταλία, στη Βουλγαρία και αλλού), και στην οποία το κράτος Δικαίου, η ελεύθερη, μη μονοπωλιακή αγορά και οι θεσμοί της κοινωνικής αλληλεγγύης λειτουργούν ικανοποιητικά (όπως στην Ευρώπη, στη Βόρειο Αμερική και στην Ιαπωνία), αποτελεί επίτευγμα της νεωτερικότητας που πρέπει να το υπερασπιστούμε και να το βελτιώσουμε. Εδώ η εθνική ταυτότητα εμφανίζεται ως ένας πατριωτισμός του Συντάγματος, δίχως επιθετικότητα και συμπλέγματα ανωτερότητας απέναντι σε άλλα έθνη. Εδώ η εθνική ταυτότητα συνεπάγεται την ανοιχτή κοινωνία, την ικανότητα αυτοκριτικής, την αναπτυγμένη ατομικότητα των υποκειμένων, δεν είναι κλειστή και εθνικιστική, δεν φοβάται να ενσωματωθεί σε μεγαλύτερες υπερεθνικές ενότητες, όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση. Επομένως η ποιότητα της Δημοκρατίας εξαρτάται από τη φύση της εθνικής ταυτότητας.
Το πρόβλημα εμφανίζεται όταν η εθνική ταυτότητα εκπίπτει σε κλειστή, κοινοτιστική, εθνοτική ταυτότητα, η οποία τονίζει τα κοινά πολιτισμικά στοιχεία (γλώσσα, θρησκεία, Ιστορία, πολιτισμός) εις βάρος των πολιτικών στοιχείων (ελευθερίες, Σύνταγμα, διεθνείς υποχρεώσεις κ.λπ.).
Αυτή η τάση έχει δυναμώσει από το 1990, με τη διάλυση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Από τότε, ως αντίδραση στη διάλυση αυτών των πολυεθνικών κρατών επανεμφανίζονται παντού τα στοιχεία της παλινδρόμησης σ’ ένα αντιδημοκρατικό, εθνικιστικό καθεστώς, όπως αυτό ανέκαθεν χαρακτηριζόταν από τις τάσεις εθνοκάθαρσης, αντισημιτισμού, τρομοκρατίας και ιμπεριαλισμού. Πρόκειται ιδιαίτερα για το μινι-εθνικισμό αποσχιστικών κινημάτων μειονοτήτων ή νέων κρατών, ή συντηρητικών κοινωνικών ομάδων στα παλαιά κράτη, που φοβούνται τις υπαρκτές ή φανταστικές επιπτώσεις των πολυεθνικών σχημάτων και της παγκοσμιοποίησης, επειδή είναι ανίκανες να παραιτηθούν από κεκτημένα προνόμια. Το ερώτημα είναι πώς μπορούν να ελεγχθούν αυτές οι τάσεις, εφόσον καταλήγουν να κρατούν σε ομηρία την εσωτερική και την εξωτερική πολιτική των υπαρχόντων κρατών.
Εδώ κάνουμε τη διαπίστωση ότι η περίοδος που περνάμε χαρακτηρίζεται επιπλέον και από τα ιδεολογήματα της μετανεωτερικότητας, δηλαδή της κρίσης και διάλυσης παγιωμένων ταυτοτήτων και αξιών. Συνεπεία τούτου η νομιμοποίηση της Δημοκρατίας, ως κάτι το επέκεινα του εθνικισμού και του εθνοτισμού, ως ο σεβασμός του νόμου και των θεσμών, δεν μπορεί να κινητοποιήσει επαρκώς τα πλήθη, τη νεολαία και τη διανόηση, γιατί η μετανεωτερικότητα σημαίνει σχετικισμό και άκρατο ανταγωνισμό στην αγορά αλλά και στις σχέσεις ανάμεσα στα έθνη και ανάμεσα στις εθνότητες, καθώς και την ανικανότητα σεβασμού πνευματικών, μη υλικών στόχων. Η διαφορά δεξιά-αριστερά γίνεται δευτερεύουσα, και αντί τούτου οι πολιτισμικές και οι θρησκευτικές διαφορές επαναπολιτικοποιούνται. Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο γιατί στο παρελθόν υπέθαλψε, μεταξύ άλλων, δύο παγκόσμιους πολέμους και δύο ολοκληρωτικά συστήματα, και εντείνει διεθνώς τις υπάρχουσες συγκρούσεις, εφόσον η ιμπεριαλιστική πολιτική των ΗΠΑ προσφέρει ένα άλλοθι γι’ αυτή τη στάση.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος πρέπει να γίνει δίχως αυταπάτες για τις σημερινές δυνατότητες των Δημοκρατιών. Αυτό γιατί σήμερα οι ευρωπαϊκές χώρες δείχνουν μια ανικανότητα και μια μικροψυχία να λύσουν τα δομικά τους προβλήματα στο εθνικό και το υπερεθνικό επίπεδο.
Κυριαρχεί η ιδεολογία της κατανάλωσης, του «βολέματος» και του θεάματος και λείπει ένα όραμα και μια ιδέα που θα κινητοποιήσει τη νεολαία και τη διανόηση σε νέους στόχους, αντί να προστρέχουν εν μέρει σε εξτρεμιστικές στάσεις. Αλλά αντί τούτου εμφανίζεται ως μια κακή εναλλακτική λύση ο εθνικιστικός και αντιιμπεριαλιστικός λαϊκισμός της άκρας Δεξιάς και της άκρας Αριστεράς. Αλλά λαϊκίστικα είναι όλα τα κόμματα, στο βαθμό που οι πολιτικοί είναι άβουλοι, άνευ αποφασιστικότητας, και πολιτικά όμηροι των ψηφοφόρων τους και των σφυγμομετρήσεων. Τη Δημοκρατία δεν την υπερασπίζεται κανείς αποσύροντας ένα μη εθνικιστικό βιβλίο Ιστορίας ούτε φοβούμενος το πολιτικό κόστος των αποφάσεων, αλλά όταν την υπερασπίζεται και ενάντια στα μικροσυμφέροντα και τα συμπλέγματα αυτών που αυτονομάζονται δημοκράτες. Αλλά ως μόνη προοπτική εξισορρόπησης και υπέρβασης του εθνικισμού και του αντιευρωπαϊσμού παραμένει η εμβάθυνση των δομών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
*Ο Θάνος Λίποβατς είναι καθηγητής Πολιτικής Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Δημοσιεύθηκε στον ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 27/10/2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου