Του Νίκου Μαρζντζίδη*
Χρόνια τώρα, πολλοί κάτοικοι αυτής της χώρας, ακούγοντας τη συζήτηση περί διαφθοράς, αναρωτιούνται αν μόνο η Ελλάδα από όλες τις ανεπτυγμένες δυτικές δημοκρατίες μαστίζεται από αυτό το πρόβλημα. Στους υπόλοιπους, η διαφθορά είναι μια άγνωστη λέξη; Πρόκειται, δηλαδή, για ένα ακόμη γνώρισμα του ελληνικού παράδοξου;
Όσοι έχουν κάποιας μορφής επαφή με το εξωτερικό ξέρουν καλά, πως κανένα εμβόλιο δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί εναντίον των άνομων πρακτικών μεταξύ ιδιωτών και φορέων του κράτους ή ιδιωτών μεταξύ τους που έχουν στόχο την εξυπηρέτηση εγωιστικών συμφερόντων και στο τέλος αποβαίνουν σε βάρος του κοινωνικού συνόλου· αυτό είναι που συνηθίζουμε να αποκαλούμε διαφθορά.
Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, το πρόβλημα της διαφθοράς του πολιτικού συστήματος, της υπερβολικής εξάρτησης των πολιτικών από συμφέροντα, των συναλλαγών κάτω από το τραπέζι, είναι τόσο γνωστό που περιγράφεται θαυμάσια ακόμη και σε εγχειρίδια πολιτικής επιστήμης για πρωτοετείς φοιτητές. Ιδιαίτερα η εξάρτηση των πολιτικών από μεγάλους χρηματοδότες είναι τόσο προφανής ώστε σε μερικές περιπτώσεις οι αντιπρόσωποι του λαού να μοιάζουν περισσότερο με εμπορικούς αντιπροσώπους. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι αναμφίβολα η εξάρτηση από τη ΝRΑ, την αμερικανική ομοσπονδία όπλων, που κατηγορείται πως με τα χρήματα των βιομηχανιών όπλων μπορεί να επηρεάζει τη συνείδηση πολλών πολιτικών ιδιαίτερα στις νότιες Πολιτείες.
Ούτε και η Ευρώπη αποτελεί terra incognita για τέτοιου είδους πρακτικές. Στη Βρετανία, αρκετοί βουλευτές έκαναν για χρόνια ψευδείς δηλώσεις κατοικίας προκειμένου να εισπράττουν παράνομα μερικές στερλίνες παραπάνω αποζημίωση. Η έξη πολλών γάλλων πολιτικών για πλούτη και έκλυτη ζωή υπήρξε για χρόνια κοινό μυστικό και εξελίχθηκε σε ένα τεράστιο δημόσιο σκάνδαλο. Η παράνομη χρηματοδότηση των κομμάτων από επιχειρήσεις και ιδιώτες καλλιεργήθηκε, επίσης, με συστηματικό τρόπο: ένας πρώην γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος βρέθηκε στη φυλακή για «ατακτοποίητα» κομματικά ταμεία.
Στην Ιταλία, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, την ώρα που το παραδοσιακό κομματικό σύστημα παρέπαιε στη δίνη της tangetopoli (το κράτος της μίζας) και της υπόθεσης « καθαρά χέρια» , η Δεύτερη Ιταλική Δημοκρατία επιχειρούσε να διαμορφώσει νέους κανόνες στο πολιτικό παιχνίδι. Είκοσι χρόνια πέρασαν από τότε, όμως τα πελατειακά δίκτυα και η διαφθορά παραμένουν από τα κορυφαία προβλήματα του ιταλικού συστήματος. Οπως πολύ χαρακτηριστικά έχει επισημάνει η ιταλίδα συγγραφέας Lucia Αnnunziata, η επιρροή που έχουν οι πολιτικοί στον δημόσιο τομέα και στις υπηρεσίες που αυτός προσφέρει, βρίσκεται από καιρό στον πυρήνα της παραμόρφωσης που έχει υποστεί η πολιτική στην Ιταλία. Η εξουσία πάνω στη δημόσια μηχανή είναι το μέτρο με το οποίο μετριέται η πολιτική επιρροή στο σύνολό της. Η πολιτική έγινε συνώνυμη με τον διορισμό. Και όμως, οι περισσότεροι διαισθανόμαστε πως κάποια απόσταση υπάρχει ανάμεσα στις προηγούμενες μορφές διαφθοράς και σε αυτό που αντικρίζουμε στην ελληνική περίπτωση. Η διαφορά μπορεί να εντοπιστεί στο εύρος των ανομικών συναλλαγών και τη νομιμοποίησή τους στη συλλογική συνείδηση. Στην Ελλάδα, συναντάμε καθημερινά έκνομες συναλλαγές που έχουν στόχο την προώθηση ιδιωτικών συμφερόντων. Αυτές συνιστούν μια μικρού κόστους επιλογή καθώς η ατιμωρησία είναι, σε πολλές περιπτώσεις, δεδομένη. Ετσι, διαμορφώθηκε μια κουλτούρα «by pass»· δηλαδή μια αντίληψη προώθησης ατομικών συμφερόντων, που λέει πως «εφόσον μπορώ να κάνω τη δουλειά μου αλλιώς γιατί να εφαρμόσω τον νόμο;». Για παράδειγμα: σκονάκι για να περάσω το μάθημα στο Πανεπιστήμιο, φακελάκι στην Εφορία, στον γιατρό, στην Πολεοδομία, στα ΚΤΕΟ, στα δικαστήρια, στα υπουργεία. Ρουσφέτι για διορισμό, για μετάθεση, για απόσπαση, για σβήσιμο κλήσης. Ο κατάλογος αυτός έχει αρχή αλλά δυστυχώς δεν έχει τέλος.
Η διαφθορά αυτή είναι «χαμηλή διαφθορά», υπό την έννοια πως δεν έχει τα εντυπωσιακά χαρακτηριστικά υποθέσεων όπως η Siemens ή άλλες όπου τα ποσά και τα συμφέροντα που διακυβεύονται είναι δυσθεώρητα για τον μέσο άνθρωπο.
Και όμως, η ευρεία «χαμηλή διαφθορά» έχει τεράστιο κοινωνικό κόστος και επιπλέον νομιμοποιεί και τη μεγάλη διαφθορά, καθώς διαμορφώνει την αντίληψη του «όλοι τα παίρνουν» . Θα μπορούσα να βρω αναλογίες με τη μικρή παραβατικότητα. Προφανώς, η κλοπή ενός πορτοφολιού ή ενός αυτοκινήτου δεν έχουν το ίδιο κόστος με ένα φόνο και δεν προκαλούν την ίδια εντύπωση με μια ένοπλη ληστεία. Μπορούμε όμως να φανταστούμε τη ζωή σε ένα κράτος όπου αυτού του είδους η άνομη πρακτική θα ήταν γενικευμένη; Θα μπορούσαμε να ζούμε σε μια χώρα όπου θα μας έκλεβαν το πορτοφόλι καμιά εικοσαριά φορές τον χρόνο και το αυτοκίνητό μας άλλες τόσες; Είναι αυτονόητο, πως εκτός από εφιάλτης για τον καθένα μας, μια τέτοια κατάσταση θα σήμαινε διάλυση του κοινωνικού ιστού και αφάνταστο κόστος για όλους. Αυτό πληρώνει, κατά κάποιον τρόπο, τώρα η Ελλάδα.
*Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑ 17/10/2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου