Του Κώστα Βεργόπουλου
Με τη δογματική εμμονή του νεοφιλελευθερισμού, η Ευρώπη έφθασε στο πιο ακραίο, αυτοκαταστροφικό και αυτοεξευτελιστικό σημείο: είναι μοναδική νομισματική περιοχή του κόσμου στην οποία τα ιδιωτικά χρέη έναντι των τραπεζών εξασφαλίζονται και αποζημιώνονται, ενώ τα δημόσια χρέη παραπέμπονται σε διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές, με ορίζοντα την αναδιάρθρωση και το κούρεμα. Οι αγορές και οι τράπεζες ενθαρρύνονται να αγοράζουν ιδιωτικά ομόλογα, αλλά όχι κρατικά, εφ’ όσον τα δεύτερα παραμένουν σε κάθε περίπτωση λιγότερο ασφαλή από ό,τι τα πρώτα.
Τα κράτη, αφού τους αφαιρέθηκε κάθε αρμοδιότητα κυριαρχίας (όπως η έκδοση χρήματος, ο δανεισμός από την κεντρική τράπεζα), παραδίδονται ανυπεράσπιστα στις αγορές ως ιδιώτες δεύτερης κατηγορίας.
Η άνιση μεταχείριση των δημοσίων χρεών αποσταθεροποιεί το πλαίσιο της οικονομίας και έπρεπε να τερματισθεί, τα δημόσια χρέη να τεθούν τουλάχιστον σε ίση μοίρα με τα ιδιωτικά. Με το Σύμφωνο που η Γερμανία εμφάνισε, τα δημόσια χρέη επιτέλους εξασφαλίζονται μέσω μηχανισμού κοινοτικής αλληλεγγύης από το νεοπαγές Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητος, απομακρύνεται το ενδεχόμενο κρατικής στάσης πληρωμών στην Ευρωζώνη, αποθαρρύνεται η κερδοσκοπία επί ομολόγων δημοσίου χρέους της ζώνης. Δίδεται δηλαδή μια λύση παραπλήσια με εκείνη του ευρωομολόγου. Όμως, αυτή συνοδεύεται από την αυστηρή δέσμευση των κυβερνήσεων σε μακροχρόνιες πολιτικές λιτότητος, με πρόσχημα τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητος των οικονομιών. Το ζήτημα είναι ότι η μακροχρόνια λιτότητα εισοδημάτων, οι περικοπές δημοσίων και ιδιωτικών δαπανών δεν οδηγούν σε βελτίωση ανταγωνιστικότητος, αλλά σε περαιτέρω ύφεση και κατάρρευση της οικονομίας, με πολλαπλές αρνητικές συνέπειες, ακόμη και εκτροχιασμό των δημοσίων ελλειμμάτων και των δανειακών αναγκών του δημοσίου στις χώρες της Ευρωζώνης. Η ευρωπαϊκή συμφωνία εμφορείται από ταμειακή και εισπρακτική λογική, παραβιάζοντας στοιχειώδεις νόμους της οικονομίας. Η ανταγωνιστικότητα προϋποθέτει επενδύσεις, που βελτιώνουν την απόδοση της εργασίας, ενώ η λιτότητα αποθαρρύνει κάθε επένδυση και καταστρέφει ακόμη και την εσωτερική αγορά. Στην πράξη, η λιτότητα απαξιώνει την εργασία και τα πραγματικά αγαθά, ενώ υπεραξιώνει την πραγματική αγοραστική δύναμη του χρήματος.
Κατά συνέπεια, με την επιλογή της λιτότητας στην Ευρώπη, δεν βελτιώνεται η ανταγωνιστικότητα, αλλά ανοίγει ο δρόμος για περαιτέρω ενίσχυση των μονοπωλίων και του μεγάλου χρήματος, μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων σε τιμές ευκαιρίας, είτε του ενεργητικού των επιχειρήσεων είτε του δημοσίου και κοινωνικού πλούτου. Το 1898, ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος είχε αποσπάσει τον έλεγχο των δημοσίων εσόδων στη χώρα μας. Σήμερα, οι διεθνείς πιστωτές πηγαίνουν ακόμη μακρύτερα: αποβλέπουν όχι μόνον στον έλεγχο εσόδων, αλλά και στην ιδιοποίηση των πηγών των εσόδων, στη μεταβολή του καθεστώτος ιδιοκτησίας και εθνικής κυριαρχίας. Αυτό πλέον δεν συνιστά ζήτημα σταθερότητος στις διεθνείς πληρωμές ούτε οικονομικής πολιτικής, αλλά σαρωτική και αντιπαραγωγική επέκταση της χρηματιστικής σφαίρας, με συρρίκνωση της πραγματικής οικονομίας και κοινωνίας. Οι νέοι κατακτητές θυσιάζουν την οικονομία στον βωμό των χρηματιστικών αποδόσεων. Οι πιστωτές καθηλώνουν την εργασία σε συνθήκες νέας ειλωτείας. Η Ευρώπη, σε αντίθεση με άλλες περιοχές του κόσμου, επιλέγει μόνη της την οδό της αυτο-υπονόμευσής της.
Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ 24/03/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου