...

...

Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

Έρευνες και χωρίς καθορισμό ΑΟΖ

Συνέντευξη στη Δώρα Aντωνίου

Χρήστος Pοζάκης
 Πότε ένα κράτος μπορεί να προχωρήσει μονομερώς σε ΑΟΖ  
Πριν από συνεκμετάλλευση, οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας  
Ένα κράτος έχει δικαίωμα εξερεύνησης και 
εκμετάλλευσης των πόρων της υφαλοκρηπίδας του

 Το μεταναστευτικό αναδεικνύεται σε κυρίαρχο ζήτημα της επικαιρότητας. Ο καθηγητής κ. Χρήστος Ροζάκης, αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αναλύει, μέσω συνέντευξης που παραχώρησε στην «Κ», την όχι κολακευτική εικόνα που επικρατεί στην Ε. Ε. για την Ελλάδα, όσον αφορά τη διαχείριση της μετανάστευσης επισημαίνοντας, παράλληλα, την ανάγκη για συντονισμένη ευρωπαϊκή πολιτική περισσότερο ισότιμης κατανομής του μεταναστευτικού ρεύματος.
Βαθύς γνώστης του Διεθνούς Δικαίου, ο κ. Ροζάκης τοποθετείται, επίσης, επί του θέματος του καθορισμού από τη χώρα μας θαλασσίων ζωνών. Απαντά στα ερωτήματα, αλλά και στους «μύθους», που έχουν ανακύψει μετ’ επιτάσεως εσχάτως, σχετικά με την υφαλοκρηπίδα, την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και τις διαφορές ανάμεσα στις δύο έννοιες.

Το τελευταίο διάστημα έχει ανοίξει στην Ελλάδα η συζήτηση για τον καθορισμό των θαλασσίων ζωνών. Ενα βασικό σημείο της επιχειρηματολογίας που διατυπώνεται είναι ότι χωρίς καθορισμό Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, η χώρα μας δεν μπορεί να προχωρήσει σε έρευνες για κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Ισχύει αυτό;
Όχι, φυσικά. Οι υδρογονάνθρακες βρίσκονται στο υπέδαφος του βυθού των θαλασσών, και κατά συνέπεια στην υφαλοκρηπίδα, η οποία -ως νομική έννοια- περιλαμβάνει το έδαφος και το υπέδαφος του βυθού περιοχών που βρίσκονται πέρα από την αιγιαλίδα ζώνη του κράτους. Ενα κράτος έχει αποκλειστικό δικαίωμα εξερεύνησης και εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πόρων της υφαλοκρηπίδας του, συμπεριλαμβανομένων και των ζωντανών οργανισμών που βρίσκονται σε σχέση σταθερή με τον βυθό, όπως και τον έλεγχο των υποθαλάσσιων (στον βυθό) αγωγών.

Ποιες είναι οι βασικές διαφορές μεταξύ υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ;
Η ΑΟΖ είναι μια σύνθετη θαλάσσια ζώνη, η οποία αποσκοπεί να συμπληρώσει το καθεστώς της υφαλοκρηπίδας -της οποίας η έκταση, σε περιπτώσεις αδιατάρακτης επέκτασης στον θαλάσσιο βυθό μπορεί να εξικνείται πέρα από τα 200 ν. μ. της ΑΟΖ- κυρίως με την παροχή αποκλειστικών δικαιωμάτων αλιείας και χρήσης των υδάτων γενικότερα, όπως και χρήσης της ενέργειας που μπορεί να προκύψει από την εκμετάλλευση της επιφάνειας της θάλασσας. Είναι ουσιαστικά μια ζώνη που περιλαμβάνει την κολόνα του νερού από τον βυθό ώς την επιφάνεια, και μέσα σε αυτήν το κράτος έχει αποκλειστικά δικαιώματα εκμετάλλευσης, που περιορίζονται μόνον από την άσκηση της ελευθερίας των θαλασσών (η ΑΟΖ δεν καταργεί την ελευθερία της ανοιχτής θάλασσας, απλά την περιορίζει στη βάση των λειτουργιών της, λ. χ. η αλιεία γίνεται αποκλειστικό προνόμιο του κράτους της ΑΟΖ), και από την υποχρέωση του κράτους της ΑΟΖ να σέβεται το περιβάλλον και τα δικαιώματα των τρίτων.
Η βούληση των κρατών, όπως εκφράζεται στη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας (1982) ήταν να διατηρήσουν τις δύο ζώνες χωριστά, κάτι που αντανακλάται στις ειδικές διατάξεις της που οι μεν αφορούν μόνον την υφαλοκρηπίδα οι δε άλλες την ΑΟΖ, και να αποφύγουν τη συγχώνευση. Εξάλλου ενώ τα δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα αποτελούν φυσικά δικαιώματα κάθε κράτους που έχει ακτές, δηλαδή ενυπάρχουν ανεξαρτήτως θεσμικής επισφράγισής τους, η ΑΟΖ για να υπάρξει θα πρέπει να προηγηθεί έκφραση της βούλησης του κράτους να την καθιερώσει με συγκεκριμένη πράξη.

Μπορεί μια χώρα να προχωρήσει σε μονομερή ανακήρυξη ΑΟΖ ή αυτό γίνεται μόνον κατόπιν διαπραγμάτευσης και συμφωνίας με τις όμορες χώρες για τα όρια;
Αν το παράκτιο κράτος διαθέτει θαλάσσια έκταση 200 ν. μ. με γεωγραφικές συνθήκες αδιατάρακτης νομής, το κράτος μπορεί να εκφράσει τη βούλησή του να καθιερώσει την ΑΟΖ μονομερώς. Κάτι τέτοιο είναι εφικτό κυρίως στους ωκεανούς -ας θυμηθούμε την περίπτωση των ΗΠΑ- όπου όχι μόνον οι αποστάσεις από τις ακτές μετριούνται σε χιλιάδες μίλια, αλλά και τα ανάλογα δικαιώματα των απέναντι ακτών δεν επηρεάζονται από τη μονομερή καθιέρωσή της. Αν, όμως, οι γεωγραφικές συνθήκες της περιοχής δεν παρέχουν ευχέρεια σε ένα κράτος να έχει αποκλειστικά δικαιώματα σε μια θάλασσα με την οποία γειτνιάζουν άλλα κράτη -και σε απόσταση ακτών μεταξύ τους μικρότερες των 400 ν. μ. - τότε η απλή έκφραση βούλησης μπορεί να υπάρξει, αλλά πρακτικά για να ασκηθεί το δικαίωμα χρειάζεται οριοθέτηση. Κατά συνέπεια, χρειάζεται διαπραγμάτευση, επίτευξη συμφωνίας οριοθέτησης, και, σε περίπτωση διαφωνιών, πιθανή παραπομπή της διαφοράς σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο.

Σε περίπτωση διαπραγμάτευσης για ΑΟΖ και εφόσον τα δύο μέρη δεν καταλήξουν σε συμφωνία, η προσφυγή σε τρίτο μέρος για την επίλυση της διαφοράς, για παράδειγμα στο Διεθνές Δικαστήριο, μπορεί να γίνει μονομερώς ή απαιτείται σύμφωνη γνώμη των δύο πλευρών;
Χρειάζεται σύμφωνη γνώμη των δύο μερών, εκτός αν τα δύο κράτη έχουν προηγουμένως αποδεχθεί αυτόματη παραπομπή των διαφορών τους σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο.

Στη συζήτηση που διεξάγεται στην Ελλάδα για την ΑΟΖ, πολύς λόγος γίνεται για το Καστελόριζο και τη σημασία του για την επέκταση της ελληνικής ΑΟΖ. Υπάρχει προηγούμενο αποφάσεων του Διεθνούς Δικαστηρίου για ανάλογες περιπτώσεις;
Σε αντίθεση με το Αιγαίο, όπου οι αποστάσεις ανάμεσα στις ακτές με τη γειτονική χώρα δεν επιτρέπουν την πλήρη ανάπτυξη της ΑΟΖ στα 200 ν. μ., και ουσιαστικά η οριοθέτηση της ΑΟΖ θα οδηγήσει στην ταύτιση των οριοθετικών ορίων της υφαλοκρηπίδας με την ΑΟΖ Ελλάδας και Τουρκίας, στην Ανατολική Μεσόγειο - όπως, επίσης, και στον ελληνικό Νότο (νότια της Κρήτης), και στα δυτικά οι θαλάσσιες εκτάσεις επιτρέπουν ευρύτερες ζώνες, τόσο υφαλοκρηπίδας όσο και ΑΟΖ. Ειδικά για το Καστελόριζο, η νησιωτική παρουσία του επιτρέπει την ύπαρξη ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ σε αυτήν την περιοχή. Παρ’ όλα αυτά, και λαμβάνοντας και πάλι υπόψη τις αποστάσεις, στην ίδια περιοχή διεκδικούν ΑΟΖ (δηλαδή η περιοχή που προσδιορίζεται από τις ακτές της δυτικής Κύπρου, τις νότιες ακτές της Τουρκίας, τις βόρειες της Αιγύπτου, και τις ελληνικές, κυρίως του Καστελορίζου) και οι γειτονικές χώρες, και μια μόνιμη λύση δεν μπορεί να δοθεί παρά μόνον με οριοθέτηση. Στοιχείο που, βέβαια, θα επηρεάσει την οριοθέτηση, αναφορικά με το εύρος του δικαιώματος ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ στην ανατολική λεκάνη, είναι η βαρύτητα που θα αποδοθεί στο Καστελόριζο, από πλευράς «επήρειας». Κάτι που, βέβαια, συναρτάται από τη γεωγραφική θέση του στην περιοχή, το νησιωτικό χαρακτήρα του, και την έκταση των ακτών του. Ιδανικό, βέβαια, θα ήταν να μπορέσει να υπάρξει μια συνολική συμφωνία ανάμεσα σε αυτές τις χώρες για την ακριβή έκταση των δικαιωμάτων τους, αλλά, βέβαια, οι διμερείς συμφωνίες αποτελούν τη συνήθη πρακτική (μάλιστα πολλές από αυτές συνδυάζουν οριοθέτηση όλων των συγγενών ζωνών). Στην τελευταία περίπτωση, βέβαια, οι συμφωνίες αυτές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τα δικαιώματα των άλλων χωρών που δικαιούνται ανάλογων ζωνών στην περιοχή, προκειμένου να αποφευχθούν τριβές και διαφωνίες.

Η Ελλάδα έχει συμφέρον καθιέρωσης ΑΟΖ στο Αιγαίο;
Οι λειτουργίες της ΑΟΖ είναι δεδομένες, όπως σχηματικά τις περιέγραψα. Και οι κυριότερες από αυτές, που ενδιαφέρουν την Ελλάδα, είναι η αλιεία και η χρήση ενέργειας που προκύπτει από τα φυσικά φαινόμενα της επιφάνειας της θάλασσας. Η Ελλάδα πρέπει να μελετήσει αν τη συμφέρει το τρέχον καθεστώς ελευθερίας των θαλασσών στο Αιγαίο, που της παρέχει δυνατότητα να αλιεύει παντού -με την εξαίρεση της τουρκικής αιγιαλίτιδας- ή προτιμάει έναν περιορισμό με αποκλειστικότητα χρήσης. Φυσικά σε περίπτωση οριοθέτησης ΑΟΖ με την Τουρκία, ένα τμήμα του αποκλειστικού δικαιώματος αλιείας θα περιέλθει στη γειτονική χώρα.

Ακούγεται τον τελευταίο καιρό συχνά η πιθανότητα συνεκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων με την Τουρκία. Θεωρείτε ότι μπορεί αυτό να αποτελέσει μια λύση;
Όχι, με κανένα τρόπο. Αν δεν προηγηθεί οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας δεν γνωρίζουμε ποια είναι η ακριβής έκταση των δικαιωμάτων των δύο γειτονικών κρατών στις υποθαλάσσιες περιοχές μας. Με ποιο, λοιπόν, κριτήριο θα συνεκμεταλλευθούμε, και με ποια ποσοστά; Θεωρητικά, μπορούμε να μιλήσουμε για συνεκμετάλλευση, μετά την οριοθέτηση, και φυσικά μόνο για τις περιοχές που η ενότητα ενός ενεργειακού κοιτάσματος το επιτάσσει.

Η Ευρώπη τώρα κατανοεί το ελληνικό πρόβλημα

Πρόσφατα η Ελλάδα καταδικάστηκε, μαζί με το Βέλγιο, από το ΕΔΑΔ, για υπόθεση που αφορούσε κακομεταχείριση Αφγανού, ο οποίος είχε ζητήσει πολιτικό άσυλο. Τι δείχνει αυτή η απόφαση και τι συνεπάγεται;
Η απόφαση MSS κατά Ελλάδας και Βελγίου είναι ένας αναμφίβολος σταθμός για την προστασία του πολιτικού ασύλου στην Ευρώπη. Η Ελλάδα καταδικάστηκε γιατί στη διάρκεια τής εδώ παραμονής του υποψηφίου για άσυλο, τον είχε κρατήσει σε απαράδεκτες συνθήκες, και για την παντελή απουσία μέριμνας για την τύχη του, αφού όταν αφέθηκε ελεύθερος δεν εξασφαλίστηκαν γι’ αυτόν -όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση επιτάσσει- στοιχειώδεις συνθήκες ανθρώπινης διαβίωσης. Το Βέλγιο, από την άλλη μεριά, καταδικάστηκε γιατί, εφαρμόζοντας τυπολατρικά το Δουβλίνο ΙΙ, επέστρεψε τον υποψήφιο στην Ελλάδα, ενώ γνώριζε τις συνθήκες που τον περίμεναν στη χώρα μας, τόσο από πλευράς διαμονής όσο κι από πλευράς ουσιαστικής εξέτασης του αιτήματός του. Το μήνυμα, λοιπόν, που εκπορεύεται από αυτήν την απόφαση έχει δύο αποδέκτες: την Ελλάδα από τη μια μεριά, η οποία θα πρέπει, επιτέλους, να εξανθρωπίσει τις συνθήκες παραμονής των υποψηφίων που ζητούν πολιτικό άσυλο και να εξετάζει σε εύλογο χρόνο το αίτημά τους και τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης από την άλλη, οι οποίες, τουλάχιστον ώς το σημείο εκείνο που θα βελτιωθεί η κατάσταση, δεν πρέπει να επιστρέφουν στη χώρα μας άτομα που ζητούν άσυλο, αλλά να εξετάζουν αυτά τα ίδια την ουσία του αιτήματός τους. Κάτι που το Δουβλίνο ΙΙ δεν αποκλείει, μέσα από την λεγόμενη «ρήτρα κυριαρχίας».

Ποια είναι η εικόνα που επικρατεί για τη χώρα μας, όσον αφορά τη διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος;
Η εικόνα δεν είναι η καλύτερη. Εχει γίνει πια γνωστό ότι οι συνθήκες διαβίωσης των αλλοδαπών στη χώρα μας είναι άθλιες, και ιδιαίτερα ότι για τη μερίδα εκείνων που ζητούν πολιτικό άσυλο δεν υπάρχει ούτε πρόνοια για την τύχη τους και, κυρίως, καμία εξασφάλιση σοβαρής και έγκαιρης αντιμετώπισης του αιτήματός τους. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, κι ιδιαίτερα στις μεσογειακές που δέχονται ανάλογες πιέσεις, και τουλάχιστον στο θέμα της εξέτασης του πολιτικού ασύλου, υπάρχει σαφέστερα καλύτερη αντιμετώπιση.

Η Ελλάδα, ως πύλη εισόδου μεταναστών στην Ευρώπη, δέχεται συστηματικά μεγάλη μεταναστευτική πίεση, η οποία επιβαρύνθηκε από το Δουβλίνο ΙΙ. Εκτιμάτε ότι υπάρχει κατανόηση για την ιδιαιτερότητα που έχει η χώρα μας ως προς το θέμα αυτό;
Η Ελλάδα είναι θύμα της γεωγραφικής θέσης της, που οδηγεί στο στατιστικό δεδομένο ότι παραπάνω από 80% των αλλοδαπών που επιδιώκουν είσοδο στην Ευρώπη διέρχεται από εδώ. Για μια μικρή χώρα, χωρίς τις αναγκαίες υποδομές, τις δυνατότητες απορρόφησης εργατικών χεριών, και την οικονομική κρίση που τη μαστίζει, η παραμονή, προσωρινή ή μόνιμη, στο έδαφός της δημιουργεί τεράστια προβλήματα που, δυστυχώς, πολλές φορές εκφράζονται και με απεχθείς συμπεριφορές προς τους μετανάστες.
Η υπόλοιπη Ευρώπη μόλις τώρα αρχίζει να κατανοεί την έκταση του ελληνικού προβλήματος. Ελπίζω ότι αυτή η κατανόηση θα οδηγήσει στη διαμόρφωση μιας κοινής πολιτικής, στηριγμένης στις νέες πραγματικότητες, που να ενισχύει τον έλεγχο εισόδου με αποτελεσματικά μέτρα, να σέβεται τις κατηγορίες των ατόμων που ζητούν πολιτικό άσυλο, να προσφέρει οικονομική αρωγή στις χώρες με ιδιαίτερη μεταναστευτική εισροή, αλλά και να διαμορφώνει μια πολιτική πιο ισότιμης κατανομής του μεταναστευτικού ρεύματος, γι’ αυτούς που δικαιούνται, βέβαια, παραμονή στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα, όμως –και άμεσα– χρειάζεται μια αλλαγή νοοτροπίας των ελληνικών αρχών, οι οποίες πρέπει να κατανοήσουν ότι τα άτομα αυτά αξίζουν μιας ανθρώπινης συμπεριφοράς, τουλάχιστον ανάλογης με εκείνην που είχαν οι πρόσφατοι πρόγονοί μας, όταν αναζητούσαν την τύχη τους σε ξένες χώρες.

Δημοσιεύθηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 06/02/2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου