...

...

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Καπιταλισμός και απoανάπτυξη: Το θεώρημα του αδύνατου

Του Τζον Μπέλαμι Φόστερ

Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του ευρωπαϊκού προγράμματος αποανάπτυξης, «η έννοια της αποανάπτυξης είναι σύμφυτη με την ιδέα μιας οικειοθελούς μείωσης του μεγέθους της οικονομίας που υποδηλώνει μια μείωση του ΑΕΠ».
Στην αρχή της πρώτης παραγράφου του βιβλίου του Storms of My Grandchildren, ο Τζέιμς Χάνσεν, διευθυντής του Ινστιτούτου Διαστημικών Σπουδών Goddard της NASA και ειδικός σε ζητήματα υπερθέρμανσης του πλανήτη, δηλώνει: «Ο πλανήτης γη, η δημιουργία, ο κόσμος μέσα στον οποίο αναπτύχθηκε ο πολιτισμός, το περιβαλλοντικό υπόδειγμα και οι σταθερές ακτογραμμές που γνωρίζουμε, βρίσκονται σε άμεσο κίνδυνο… Το εντυπωσιακό είναι ότι η συνέχιση της εκμετάλλευσης των ορυκτών καυσίμων στη γη δεν απειλεί μόνο τα υπόλοιπα εκατομμύρια των ειδών του πλανήτη αλλά και την επιβίωση της ίδιας της ανθρωπότητας-και ο χρόνος είναι συντομότερος από ό, τι νομίζαμε "[1].
Στη δήλωση αυτή, ωστόσο, ο Χάνσεν αναφέρεται σε ένα μέρος μόνο της παγκόσμιας περιβαλλοντικής κρίσης που απειλεί τον πλανήτη: την κλιματική αλλαγή. Πρόσφατα, επιφανείς επιστήμονες (μεταξύ των οποίων και ο Χάνσεν) ανακοίνωσαν εννιά πλανητικά όρια που συνθέτουν τη βιώσιμη λειτουργία της γης. Τρία από αυτά (η κλιματική αλλαγή, η βιοποικιλότητα, και ο κύκλος νιτρογόνου) έχουν ήδη ξεπεραστεί, ενώ άλλα, όπως η χρήση φρέσκου νερού, αποτελούν επερχόμενες απειλές. Σε οικολογικούς όρους, η οικονομία έχει πλέον αναπτυχθεί σε τέτοια επίπεδα που, και υπερβαίνει τα πλανητικά όρια, και διαρρηγνύει τους βιογεωχημικούς κύκλους του πλανήτη [2].
Έτσι, περίπου τέσσερις δεκαετίες αφότου η Λέσχη της Ρώμης ανέδειξε το ζήτημα των «ορίων της μεγέθυνσης», η ανάπτυξη ως είδωλο της σύγχρονης κοινωνίας δέχεται για μια ακόμη φορά ένα ισχυρό πλήγμα[3]. Η βιβλιογραφία που περιγράφεται ως «οικονομικά της από-ανάπτυξης» και συνδέεται κυρίως με τη δουλειά του Σερζ Λατούς, αναδείχθηκε σε σημαντικό ευρωπαϊκό διανοητικό κίνημα το 2008 μετά το ιστορικό συνέδριο στο Παρίσι με θέμα: «Οικονομική Από-Ανάπτυξη για την Οικολογική Βιωσιμότητα και την Κοινωνική Ισότητα» και έχει εμπνεύσει από τότε τη αναζωογόνηση της ριζοσπαστικής Πράσινης σκέψης, όπως εκφράστηκε το 2010 στην «Διακήρυξη για την Απο-ανάπτυξη» στη Βαρκελώνη. 
Η ειρωνεία είναι ότι η εντυπωσιακή διείσδυση της ιδέας της από-ανάπτυξης (décroissance στα γαλλικά) συνέπεσε τα τρία τελευταία χρόνια με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και μιας οικονομικής στασιμότητας που παρόμοιά της δεν είχε παρατηρηθεί από τη δεκαετία του 1930. Η ιδέα της αποανάπτυξης, λοιπόν, μας αναγκάζει να δώσουμε απαντήσεις σε δύο ερωτήματα: Είναι εφικτή η από-ανάπτυξη σε μια καπιταλιστική κοινωνία που λειτουργεί σύμφωνα με το δόγμα «μεγέθυνση ή θάνατος», και αν όχι, τι σημαίνει αυτό για τη μετάβαση σε μια νέα κοινωνία;
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του ευρωπαϊκού προγράμματος αποανάπτυξης, «η έννοια της αποανάπτυξης είναι σύμφυτη με την ιδέα μιας οικειοθελούς μείωσης του μεγέθους της οικονομίας που υποδηλώνει μια μείωση του ΑΕΠ» [4]. Η λέξη «οικειοθελής» σε αυτό το πλαίσιο παραπέμπει σε βολονταριστικές λύσεις- παρότι όχι τόσο ατομικιστικές και απροσχεδίαστες στο ευρωπαϊκό επίπεδο, όσο το κίνημα της «οικειοθελούς απλότητας» στις ΗΠΑ, όπου τα άτομα (και κυρίως όσοι έχουν μια σχετική οικονομική άνεση) επιλέγουν απλά να εγκαταλείψουν το αγοραίο μοντέλο της εκτεταμένης κατανάλωσης. Για τον Λατούς, η έννοια της «από-ανάπτυξης» σηματοδοτεί μια σημαντική κοινωνική αλλαγή: μια ριζοσπαστική στροφή από τη μεγέθυνση ως βασικό στόχο της σύγχρονης οικονομίας, στο αντίθετό της (την οικονομική συρρίκνωση και επιβράδυνση). 
Μια βασική υπόθεση στην οποία στηρίζεται το κίνημα της αποανάπτυξης είναι ότι, απέναντι σε μια παγκόσμια κατάσταση έκτακτης οικολογικής ανάγκης, οι διακηρύξεις της πράσινης τεχνολογίας αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στο λεγόμενο Παράδοξο του Jevons, σύμφωνα με το οποίο η μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στη χρήση της ενέργειας και των φυσικών πηγών δεν οδηγεί σε περιορισμό, αλλά σε περισσότερη οικονομική μεγέθυνση και συνεπώς μεγαλύτερη πίεση στο περιβάλλον [5]. Το αναπόδραστο συμπέρασμα- το οποίο συνδέεται με το έργο μιας ευρείας γκάμας πολιτικών επιστημόνων, οικονομολόγων και περιβαλλοντολόγων διανοητών που δεν εντάσσονται κατ’ ανάγκη στο ευρωπαϊκό σχέδιο της αποανάπτυξης- είναι ότι χρειάζεται μια δραστική αλλαγή των οικονομικών τάσεων που έχουν επικρατήσει από την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης. Όπως έφραψε ο μαρξιστής οικονομολόγος Πωλ Σουίζι πριν από είκοσι χρόνια: «Εφόσον δεν υπάρχει τρόπος να αυξηθεί η δυνατότητα του περιβάλλοντος να αντέξει τα [οικονομικά και πληθυσμιακά] βάρη που υφίσταται, η προσαρμογή πρέπει να προκύψει από την άλλη πλευρά της εξίσωσης. Και εφόσον η ανισορροπία έχει ήδη φτάσει σε επικίνδυνες αναλογίες, προκύπτει ότι αυτό που έχει σημασία για να επιτευχθούν κάποια αποτελέσματα είναι η ανατροπή και όχι η επιβράδυνση των βασικών εξελίξεων των τελευταίων αιώνων [6]. 
Δεδομένου ότι οι πλούσιες χώρες χαρακτηρίζονται ήδη από υπέρβαση των οικολογικών ορίων, γίνεται ολοένα και πιο προφανές ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση με την έννοια που περιέγραψε ο Σουίζι, αλλά μια ανατροπή των απαιτήσεων της οικονομίας από το περιβάλλον. Η εξέλιξη αυτή ερμηνεύεται από την ανάλυση του περιβαλλοντιστή οικονομολόγου Χέρμαν Ντέιλι, ο οποίος προ πολλού επέμενε στην ανάγκη για μια οικονομία σταθερού ρυθμού μεγέθυνσης. Ο Ντέιλι εντοπίζει το επιχείρημα αυτό στην περίφημη συζήτηση για το «στατικό κράτος (stationary state)» του Τζον Στιούαρτ Μιλ στο βιβλίο του Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας. Ο Μιλ υποστήριξε ότι αν η οικονομική επέκταση σταματήσει (όπως προέβλεπαν οι κλασικοί οικονομολόγοι), ο οικονομικός στόχος της κοινωνίας μπορεί να στραφεί στις ποιοτικές όψεις της ύπαρξης, παρά στην ποσοτική της επέκταση. 
Έναν αιώνα μετά τον Μιλ, στο βιβλίο του Condition of Man, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1944,ο Λιούις Μάμφορντ τόνισε ότι ένα στατικό κράτος στο πλαίσιο του Μιλ δεν είναι μόνο οικολογικά αναγκαίο, αλλά θα πρέπει να συνδέεται με μια έννοια «στοιχειώδους κομμουνισμού…[που]εφαρμόζει τις αρχές ενός νοικοκυριού σε ολόκληρη την κοινωνία», διανέμοντας «τα οφέλη σύμφωνα με τις ανάγκες» (μια ιδέα που προέρχεται από το Μαρξ). 
Σήμερα, η αναγνώριση της ανάγκης να σταματήσουν οι υπεραναπτυγμένες οικονομίες να μεγεθύνονται- ακόμα και να αρχίσουν να συρρικνώνονται- εδράζεται θεωρητικά στο έργο του Nicholas Georgescu-Roegen, The Entropy Law and the Economic Process, το οποίο έθεσε τις βάσεις για τα σύγχρονα οικονομικά του περιβάλλοντος [7]. 
Η από-ανάπτυξη δεν νοείται- ακόμα και από τους υποστηρικτές της- ως μια σταθερή κατάσταση, αλλά ως μια διαδικασία που έχει στόχο τη μείωση του μεγέθους της οικονομίας σε ένα επίπεδο προϊόντος που να μπορεί να διατηρηθεί σταθερό. Αυτό μπορεί να ισοδυναμεί με συρρίκνωση των πλούσιων οικονομιών στο ένα τρίτο του σημερινού μεγέθους τους μέσα από μια διαδικασία που θα αντιστοιχεί σε αρνητική επένδυση (αφού, όχι μόνο θα σταματήσει η καθαρή νέα επένδυση, αλλά θα αντικατασταθεί και ένα μέρος του χρησιμοποιημένου κεφαλαιακού αποθέματος). Μια στατική οικονομία, αντίθετα, θα πραγματοποιεί επενδύσεις με σκοπό την αντικατάσταση του κεφαλαιακού αποθέματος, αλλά δε θα πραγματοποιεί νέες καθαρές επενδύσεις. Όπως αναφέρει ο Ντέιλι, μια «στατική οικονομία» είναι «μια οικονομία με σταθερές ποσότητες προϊόντων και ανθρώπων που διατηρούνται σε ένα επιθυμητό, επαρκές επίπεδο με μικρές ανάγκες συντήρησης, δηλαδή, με τις λιγότερες δυνατές ροές πρώτων υλών και ενέργειας [8]. 
Περιττό να πούμε ότι τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι εύκολο να γίνει υπό τις συνθήκες της σημερινής κρίσης της καπιταλιστικής οικονομίας. Συγκεκριμένα, το έργο του Λατούς, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί υπόδειγμα για το ευρωπαϊκό σχέδιο απο-ανάπτυξης, βρύθει αντιφάσεων οι οποίες δεν προκύπτουν από την ιδέα της απο-ανάπτυξης αυτή καθ΄αυτή, αλλά από την απόπειρα να προσεγγιστεί μέσω αυτής το ζήτημα του καπιταλισμού. Αυτό είναι φανερό σε ένα άρθρο που έγραψε το 2006 με τίτλο: «Ο πλανήτης μείωσε ταχύτητα», όπου υποστηρίζει με κάπως συγκεχυμένο τρόπο ότι: 
«Για τους οπαδούς της άκρας αριστεράς, η μόνιμη απάντηση είναι ότι το πρόβλημα είναι ο καπιταλισμός. Αυτή η ανάλυση μας οδηγεί σε τέλμα και μας καθιστά αδύναμους να προχωρήσουμε στην οικοδόμηση μιας καλύτερης κοινωνίας. Είναι η οικονομική συρρίκνωση συμβατή με τον καπιταλισμό; Αυτή είναι η ερώτηση στην οποία πρέπει να απαντήσουμε, χωρίς να καταφύγουμε σε δόγματα, αν θέλουμε να κατανοήσουμε τα πραγματικά εμπόδια…
Ένας καπιταλισμός συμβατός με την οικολογική βιωσιμότητα είναι νοητός στη θεωρία, αλλά μη-ρεαλιστικός στην πράξη. Ο καπιταλισμός θα χρειαζόταν αυστηρή ρύθμιση για να μπορέσει να μειώσει το οικολογικό αποτύπωμα. Το σύστημα της αγοράς, το οποίο κυριαρχείται από μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, δε θα ακολουθήσει ποτέ το ενάρετο μονοπάτι του οικο-καπιταλισμού από μόνο του...
Οι μηχανισμοί αντικατάστασης μιας μορφής εξουσίας από μια άλλη, όπως εφαρμόστηκαν στην κεϋνσιανο-φορντιστικο ρυθμιστικό πλαίσιο της σοσιαλδημοκρατικής περιόδου, είναι επιθυμητοί. Η ταξική πάλη όμως ηττήθηκε και κεφάλαιο νίκησε....Αυτό είναι το πρόβλημα. 
Μια κοινωνία που βασίζεται στην οικονομική συρρίκνωση δε μπορεί να υπάρξει στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός όμως είναι μια λέξη υπερβολικά απλή για να περιγράψει μια μακρά και περίπλοκη ιστορία. Η ανατροπή των καπιταλιστών και η κατάργηση της μισθωτής εργασίας, του νομίσματος και της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής θα βύθιζε την κοινωνία στο χάος και θα προκαλούσε γενικευμένη τρομοκρατία...Πρέπει να αναζητήσουμε έναν άλλο δρόμο για να αντιμετωπίσουμε τα ζητήματα της ανάπτυξης, του οικονομισμού (της προσκόλησης, δηλαδή, στην πρωτοκαθεδρία των οικονομικών παραγόντων) και της μεγέθυνσης. Ένα δρόμο που δεν ανατρέπει τους κοινωνικούς θεσμούς που αναδείχθηκαν μέσω της οικονομίας (το νόμισμα, τις αγορές, ακόμα και τους μισθούς), αλλά τους αναμορφώνει στη βάση διαφορετικών αρχών». [9]
Με αυτή την φαινομενικά πραγματιστική και μη δογματική προσέγγιση, ο Λατούς προσπαθεί να κάνει τη διάκριση ανάμεσα στο σχέδιο της απο-ανάπτυξης και τη σοσιαλιστική κριτική: (1) δηλώνοντας ότι «ένας καπιταλισμός συμβατός με την οικολογική βιωσιμότητα είναι νοητός», τουλάχιστον στη θεωρία, (2) υπονοώντας ότι οι κεϋνσιανές και οι λεγόμενες «φορντιστικές» προσεγγίσεις της ρύθμισης, οι οποίες συνδέονται με τη σοσιαλδημοκρατία θα μπορούσαν- αν αυτό είναι ακόμα δυνατό- να δαμάσουν τον καπιταλισμό οδηγώντας τον στο «ενάρετο μονοπάτι του οικο-καπιταλισμού», και (3) επιμένωντας ότι η αποανάπτυξη δεν έχει στόχο να πλήξει τη διαλεκτική κεφαλαίου- εργασίας ή να παρέμβει σε ζητήματα ατομικής ιδιοκτησίας. Σε άλλα κείμενά του, ο Λατούς καθιστά σαφές ότι αντιλαμβάνεται το σχέδιο της απο-ανάπτυξης ως συμβατό με την παραγωγή αξίας (δηλαδή, την όξυνση των καπιταλιστικών σχέσεων για την δημιουργία αξίας) και ότι η πραγματική ισότητα μπορεί να θεωρηθεί ανέφικτη [10]. 
Πιο συγκεκριμένα, αυτό που υποστηρίζει ο Λατούς σε σχέση με το περιβαλλοντικό πρόβλημα είναι η εφαρμογή αυτών που αναφέρει ως «ρεφορμιστικά μέτρα, οι αρχές των οποίων (οικονομικά της ευημερίας) περιγράφηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα από το φιλελεύθερο οικονομολόγο Άρθρουρ Σεσίλ Πιγκού [και] θα δημιουργούσαν επανάσταση» εσωτερικεύοντας τις περιβαλλοντικές εξωτερικές οικονομίες του καπιταλιστικού συστήματος [11]. Η ειρωνεία είναι ότι η προσέγγιση αυτή είναι πανομοιότυπη με εκείνη των νεοκλασσικών οικονομικών του περιβάλλοντος- παρότι διαχωρίζεται από την κριτική των οικονομικών της οικολογίας, όπου η ιδέα ότι το περιβαλλοντικό κόστος μπορεί απλά να εσωτερικευθεί στην καπιταλιστική οικονομία στην παρούσα μορφή της αντικρούεται δυναμικά [12]. 
«Η οικολογική κρίση» στο σχέδιο της αποανάπτυξης, όπως αναφέρει ο έλληνας φιλόσοφος Τάκης Φωτόπουλος, «περιγράφεται ως ένα κοινό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η «ανθρωπότητα» λόγω της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στις διαφοροποιημένες ταξικές επιπτώσεις της κρίσης, στο γεγονός, για παράδειγμα, ότι οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της οικολογικής κρίσης εκφράζονται πρωτίστως με την επιδείνωση του βιωτικού επιπέδου των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων- είτε αυτά είναι στο Μπαγκλαντές, είτε στη Ν. Ορλεάνη- και λιγότερο με την επιβάρυνση των οικονομικών ελίτ και των μεσαίων στρωμάτων [13]. 
Δεδομένου ότι βάζει στο επίκεντρο την αφηρημένη έννοια της οικονομικής μεγέθυνσης, αντί για τη συγκεκριμένη πραγματικότητα της καπιταλιστικής συσσώρευσης, η θεωρία της αποανάπτυξης- στη δημοφιλή εκδοχή που εκφράζει ο Σερζ Λατούς, αλλά και άλλοι- αντιμετωπίζει δυσκολίες στην προσέγγιση της σημερινής πραγματικότητας της κρίσης/στασιμότητας της οικονομίας, η οποία έχει δημιουργήσει ποσοστά ανεργίας και οικονομική καταστροφή συγκρίσιμη μόνο με εκείνη της περιόδου του 1930. Ο ίδιος ο Λατούς έγραψε το 2003 ότι «δε μπορεί να υπάρξει τίποτα χειρότερο από μια οικονομία της μεγέθυνσης, χωρίς μεγέθυνση» [14]. Απέναντι, όμως, σε μια καπιταλιστική οικονομία που βρίσκεται σε βαθιά δομική κρίση, οι οπαδοί του σχεδίου της αποανάπτυξης δεν έχουν πολλά να πουν. Η Διακήρυξη της Βαρκελώνης για την Αποανάπτυξη αναφέρει απλώς: «Τα αποκαλόυμενα «μέτρα ενάντια στην κρίση» που στοχεύουν στην τόνωση της οικονομικής μεγέθυνσης θα διευρύνουν τις ανισότητες και θα επιδεινώσουν τις περιβαλλοντικές συνθήκες μακροπρόθεσμα»[15]. Χωρίς να θέλουν να υπερασπιστούν τη μεγέθυνση, ούτε να συγρουστούν με τη λογική των θεσμών του καπιταλισμού, ούτε, τέλος να ευθυγραμμιστούν με τα συμφέροντα των εργαζομένων, βασική μέριμνα των οποίων είναι τώρα η εργασία τους, οι βασικοί εκπρόσωποι της απο-ανάπτυξης μένουν εντυπωσιακά σιωπηλοί μέσα στη δίνη της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης. 
Αντιμέτωπος με το ερώτημα για μια «πραγματική αποανάπτυξη» απέναντι στην ύφεση της περιόδου 2008-2009 και τη μετάβαση σε μια «βιώσιμη αποανάπτυξη», ο οικονομολόγος Χουάν Μαρτίνεζ Αλιέρ, ο οποίος πρόσφατα συστρατεύθηκε στο σχέδιο της απο-ανάπτυξης πρότεινε την προσφυγή σε ένα «βραχυπρόθεσμο Πράσινο Κεϋνσιανισμό ή ένα Πράσινο New Deal». Ο στόχος, είπε, είναι να ενισχύσουμε την οικονομική μεγέθυνση και να «περιορίσουμε την άνοδο της ανεργίας» μέσω της δημόσιας επένδυσης στην πράσινη τεχνολογία και υποδομή. Η δήλωση αυτή θεωρήθηκε ότι συμβάδιζε με το σχέδιο της απο-ανάπτυξης, φτάνει ο Πράσινος Κεϋνσιανισμός να μη γίνει «το δόγμα μιας συνεχούς οικονομικής μεγέθυνσης» [16]. Ωστόσο ο τρόπος με τον οποίο θα ενταχθούν οι εργαζόμενοι σε μια τέτοια στρατηγική (στηριγμένη σε ιδέες ενεργειακής αποτελεσματικότητας την οποία οι θεωρητικοί της απο-ανάπτυξης γενικά απορρίπτουν) παρέμεινε αδιευκρίνιστο. 
Πράγματι, αντί να αντιμετωπίζουν άμεσα τα αίτια του προβλήματος της ανεργίας- μέσα από ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα που θα δημιουργούσε θέσεις εργασίας με στόχο τη δημιουργία πραγματικής αξίας χρήσης και με τρόπο συμβατό με μια πιο βιώσιμη κοινωνία- οι θεωρητικοί της αποανάπτυξης προτιμούν να τονίζουν την ανάγκη για μείωση των ωρών εργασίας και να διαχωρίζουν «το δικαίωμα στην αμοιβή με το δικαίωμα στην εργασία» (μέσω της κατοχύρωσης ενός βασικού εισοδήματος για όλους). Τέτοιες αλλαγές υποτίθεται ότι θα οδηγήσουν στη συρρίκνωση του οικονομικού συστήματος και ταυτόχρονα, θα εξασφαλίσουν ένα εισόδημα για τα νοικοκυριά διατηρώντας τη δομή της καπιταλιστικής συσσώρευσης και τις αγορές ανέπαφες. 
Ωστόσο, από μια πιο κριτική άποψη, είναι δύσκολο να δεχτούμε τη βιωσιμότητα ενός συστήματος μειωμένου ωραρίου και ενός βασικού εγγυημένου εισοδήματος στην κλίμακα που προτείνεται, παρά μόνο ως στοιχεία της μετάβασης σε μια μετα-καπιταλιστική (στην ουσία σοσιαλιστική) κοινωνία. Όπως είπε ο Μαρξ, ο κανόνας του καπιταλισμού είναι: «Συσσωρεύστε, συσσωρεύστε, συσσωρεύστε!» [17] Προκειμένου να ανατραπεί ο θεωρητικός πυρήνας του καπιταλισμού, δηλαδή ο «νόμος της αξίας», ή να αμφισβητηθούν οι δομές που ρυθμίζουν την εκμετάλλευση της εργασίας πρέπει να τεθούν μεγαλύτερα ερωτήματα για συστημική αλλαγή- ερωτήματα που οι θεωρητικοί της αποανάπτυξης δεν διατίθενται να αναγνωρίσουν. Επιπλέον, μια ουσιώδης προσέγγιση της δημιουργίας μιας νέα κοινωνίας δεν αρκεί μόνο να αντιμετωπίζει τα ζητήματα του εισοδήματος και του ελεύθερου χρόνου, αλλά και αυτά της ανθρώπινης ανάγκης για χρήσιμη, δημιουργική και συμμετοχική εργασία. 
Ακόμα πιο προβληματική είναι η στάση της θεωρίας της απο-ανάπτυξης απέναντι στον παγκόσμιο Νότο. « Η αποανάπτυξη», γράφει ο Λατούς, «πρέπει να αφορά τόσο το Βορρά, όσο και το Νότο αν θέλουμε να εμποδίσουμε τις οικονομίες του Νότου να ακολουθήσουν τον τυφλό δρόμο της μεγέθυνσης. Όπου υπάρχει ακόμα χρόνος, πρέπει να στοχεύουν όχι στην ανάπτυξη, αλλά στην απαγκίστρωσή τους- υπερβαίνοντας τους περιρισμούς που τους εμποδίζουν να αναπτυχθούν διαφορετικά...Οι οικονομίες του Νότου πρέπει να αποφύγουν την οικονομική και πολιτιστική εξάρτησή τους από το Βορρά και να επαναπροσεγγίσουν την ιστορία τους- η οποία διεκόπη λόγω της αποικιοκρατίας και της παγκοσμιοποίησης- έτσι ώστε να διαφυλάξουν μια ξεχωριστή πολιτιστική ταυτότητα...Η εμμονή στη μεγέθυνση των οικονομιών του Νότου, ως εάν να ήταν ο μόνος τρόπος να ξεφύγουν από τη μιζέρια που η ίδια η μεγέθυνση δημιούργησε, δε μπορεί παρά να οδηγήσει σε περαιτέρω δυτικοποίηση [18]. Ελλείψει μιας λειτουργικής θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό και λόγω της αδυναμίας του να ερμηνεύσει το χάσμα της ανισότητας που χωρίζει τα πλούσια και τα φτωχά κράτη, ο Λατούς ανάγει το μεγάλο πρόβλημα της υποανάπτυξης σε πρόβλημα πολιτιστικής αυτονομίας και υπαγωγής στο φετίχ της μεγέθυνσης που επικρατεί στη Δύση. Η ανάλυση αυτή μπορεί να συγκριθεί με την πολύ πιο εμπεριστατωμένη άποψη του Χέρμαν Ντέιλι, ο οποίος γράφει: 
«Οι διακηρύξεις των δογμάτων στασιμότητας από την πλευρά των αναπτυγμένων χωρών προς τις αναπτυσσόμενες αποτελεί χάσιμο χρόνου και ηθική οπισθοδρόμηση, τη στιγμή που οι πρώτες δεν έχουν πάρει κανένα μέτρο, αφ’ ενός για να μειώσουν το ρυθμό μεγέθυνσης του πληθυσμού τους και αφ’ ετέρου το ρυθμό αύξησης της κατά κεφαλήν χρησιμοποίησης φυσικών πηγών. Συνεπώς, το υπόδειγμα της στασιμότητας πρέπει να εφαρμοστεί καταρχήν στις αναπτυγμένες χώρες…Μια από τις βασικότερες δυνάμεις που θα ωθήσουν τις αναπτυγμένες χώρες προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να είναι η οργή του Τρίτου Κόσμου για την υπερκατανάλωση που συντελείται εκεί…Αρχικό σημείο για μια ανάλυση στα πλαίσια των οικονομικών της ανάπτυξης πρέπει να είναι το «θεώρημα του αδύνατου» (“impossibility theorem”)…ότι δηλαδή η ύπαρξη μιας οικονομίας μαζικής κατανάλωσης- όπως αυτή των ΗΠΑ -μέσα σε ένα κόσμο 4 δις ανθρώπων είναι αδύνατη, και αν ως εκ θαύματος λειτουργούσε, η πορεία της θα ήταν βραχύβια [19]. 
Στην ουσία, η ιδέα ότι η αποανάπτυξη μπορεί να εφαρμοστεί με τον ίδιο τρόπο τόσο στις πλούσιες χώρες του κέντρου, όσο και στις φτωχές της περιφέρειας υποπίπτει σε μια σειρά σφαλμάτων που προκύπτουν από το γεγονός της χρήσης μιας αφαιρετικής έννοιας (της από-ανάπτυξης) σε περιπτώσεις χωρών όπως π.χ. η Αϊτή, το Μαλί ή ακόμα και η Ινδία, όπου η εφαρμογή της δεν έχει κανένα νόημα. Το πραγματικό πρόβλημα της παγκόσμιας περιφέρειας είναι η υπέρβαση των ιμπεριαλιστικών σχέσεων, ο μετασχηματισμός το μοντέλου παραγωγής και η δημιουργία δυνατοτήτων βιώσιμης παραγωγής. Είναι σαφές ότι πολλές χώρες του Νότου με μικρό κατά κεφαλήν εισόδημα δε μπορούν να εφαρμόσουν την ιδέα της από-ανάπτυξης αλλά θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ένα υπόδειγμα βιώσιμης ανάπτυξης με στόχο την ικανοποίηση των πραγματικών του αναγκών όπως η πρόσβαση σε πόσιμο νερό, τροφή, υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση κλπ. Αυτό απαιτεί μια ριζική μεταστροφή της κοινωνικής δομής από τις σχέσεις παραγωγής του καπιταλισμού/ιμπεριαλισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα ευρέως διαδεδομένα άρθρα του Λατούς δεν υπάρχει καμιά αναφορά σε χώρες όπως η Κούβα, η Βενεζουέλα και η Βολιβία όπου γίνονται συγκεκριμένοι αγώνες για τη μεταστροφή των κοινωνικών προτεραιοτήτων από το κέρδος στις κοινωνικές ανάγκες. Η Κούβα, όπως αναφέρεται στο Living Planet Report, είναι η μόνη χώρα με υψηλό δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης και βιώσιμο οικολογικό αποτύπωμα [20]. 
Είναι αναμφισβήτητο ότι η οικονομική μεγέθυνση αποτελεί τη βασική αιτία για την οικολογική υποβάθμιση. Με το να εστιάζουμε, όμως, την ανάλυσή μας σε μια αφηρημένη «ανατροπή της κοινωνίας της μεγέθυνσης» χάνουμε την ιστορική προοπτική και απεμπολούμε αιώνες κοινωνικής επιστήμης. Όσο χρήσιμη και αν είναι η ιδέα της αποανάπτυξης στην οικολογική της διάσταση, μπορεί να αποκτήσει πραγματικό νόημα μόνο ως μέρος της κριτικής στην καπιταλιστική συσσώρευση και της μετάβασης σε μια σε μια βιώσιμη, ισότιμη, συλλογική νέα τάξη πραγμάτων. Στη νέα αυτή τάξη, οι παραγωγοί θα αντιμετωπίζουν τη σχέση ανάμεσα στη φύση και την κοινωνία σε όφελος των επερχόμενων γενεών και του πλανήτη (σοσιαλισμός/κομμουνισμός κατά τον ορισμό του Μαρξ) [21]. Αυτό που χρειάζεται είναι ένα «συν-επαναστατικό κίνημα» (“co-revolutionary movement”)- κατά τον ορισμό που χρησιμοποιεί ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ- το οποίο θα ενσωματώσει την παραδοσιακή κριτική της εργατικής τάξης στο κεφάλαιο, την κριτική του ιμπεριαλισμού, τις κριτικές στην πατριαρχία και το ρατσισμό και την κριτική στην οικολογικά καταστροφική μεγέθυνση (σε συνεργασία με τα αντίστοιχα μαζικά κινήματα) [22]. 
Στη γενικευμένη κρίση της εποχής μας ένα επαναστατικό κίνημα τέτοιου τύπου μπορεί να δημιουργηθεί. Ο στόχος του θα είναι η δημιουργία μιας νέας τάξης πραγμάτων στην οποία η παραγωγή αξίας από το κεφάλαιο δε θα ορίζει πλέον την κοινωνία. «Ο Σοσιαλισμός είναι χρήσιμος», έγραψε ο Ε.Φ. Σουμάχερ στο βιβλίο του Small is Beautiful, ακριβώς «λόγω της δυνατότητας που προσφέρει για την υπέρβαση της οικονομικής θρησκείας», ή με άλλα λόγια «της σύγχρονης τάσης να ποσοτικοποιούμε αντί να εκτιμούμε την ποιοτική διάσταση των πραγμάτων» [23]. 
Σε μια βιώσιμη νέα τάξη πραγμάτων, οι άνθρωποι που ζουν σε πλούσιες οικονομίες (ειδικά εκείνοι που ανήκουν στα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα) θα πρέπει να συνηθίσουν να ζουν με «λιγότερα» αγαθά προκειμένου να μειωθούν οι κατά κεφαλήν απαιτήσεις πάνω στο περιβάλλον. Ταυτόχρονα η ικανοποίηση των βασικών ανθρώπινων αναγκών και η οικολογική βιωσιμότητα πρέπει να γίνουν βασικές αρχές μιας νέας κοινωνίας που θα στηρίζεται στην ανθρώπινη αλληλεγγύη και θα επιτρέπει την ποιοτική ανάπτυξη, ακόμα και την αφθονία [24]. Μια τέτοια στρατηγική- που δε θα οδηγείται από τον τυφλό παραγωγισμό- είναι συμβατή με τη δημιουργία θέσεων εργασίας με ουσιώδες περιεχόμενο. Ο αγώνας για το περιβάλλον που γίνεται κατανοητός με αυτούς τους όρους, πρέπει να στοχεύει όχι μόνο στην από-ανάπτυξη με την αφηρημένη έννοια, αλλά σε μια αντι-συσσώρευση- μια μετάβαση από το σύστημα της ατέρμονης συσσώρευσης κεφαλαίου. Στη θέση αυτού του συστήματος πρέπει να οικοδομήσουμε μια νέα επαναστατική κοινωνία στη βάση των κοινών αναγκών της ανθρωπότητας και του πλανήτη. 

Σημειώσεις
1. James Hansen, Storms of My Grandchildren (New York: Bloomsbury, 2009), ix.
2. βλ. Johan Röckstrom, et al., “A Safe Operating Space for Humanity,” Nature 461 (Σεπτέμβριος 2009): 472-75; John Bellamy Foster, Brett Clark, and Richard York, The Ecological Rift (New York: Monthly Review Press, 2010), 13-19.
3. Donella Meadows, Dennis H. Meadows, Jørgen Randers, and William W. Behrens III, The Limits to Growth: A Report for the Club of Rome’s Project on the Predicament of Mankind (New York: Universe Books, 1972).
4. “What is Degrowth?” http://degrowth.eu.
5. βλ. John Bellamy Foster, Brett Clark, and Richard York, “Capitalism and the Curse of Energy Efficiency,” Monthly Review 62, no. 6 (November 2010): 1-12.
6. Paul M. Sweezy, “Capitalism and the Environment,” Monthly Review 41, no. 2 (June 1989): 6.
7. Herman E. Daly, Beyond Growth (Boston: Beacon Press, 1996), 3-4; John Stuart Mill, Principles of Political Economy (New York: Longmans, Green and Co., 1904), 452-55; Lewis Mumford, The Condition of Man (New York: Harcourt Brace and Jovanovich, 1973), 411-12; Nicholas Georgescu-Roegen, The Entropy Law and the Economic Process (Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press, 1971).
8. Herman E. Daly, Steady-State Economics (Washington, D.C.: Island Press, 1991), 17.
9. Serge Latouche, “The Globe Downshifted,” Le Monde Diplomatique (English edition), January 13, 2006, http:mondediplo.com.
10. Serge Latouche, “Would the West Actually be Happier with Less?: The World Downscales,” Le Monde Diplomatique (English edition), December 12, 2003, http://mondediplo.com and “Can Democracy Solve All Problems?” International Journal of Inclusive Democracy 1, no. 3 (May 2005): 5, http://inclusivedemocracy.org.
11. Latouche, “The Globe Downshifted.”
12. βλ., για παράδειγμα, Martin O’Connor, “The Misadventures of Capitalist Nature,” in Martin O’Connor, ed., Is Capitalism Sustainable? (New York: Guilford Press, 1994), 126-33.
13. Takis Fotopoulos, “Is Degrowth Compatible with a Market Economy?” The International Journal of Inclusive Democracy 3, no. 1 (January 2007), http://inclusivedemocracy.org.
14. Latouche, “Would the West Actually be Happier with Less?”
15. “Degrowth Declaration Barcelona 2010,” Second International Conference on Economic Degrowth for Ecological Sustainability and Social Equity, March 28-29, 2010, Barcelona, http://degrowth.eu.
16. Joan Martinez-Alier, “Herman Daly Festschrift: Socially Sustainable Economic Degrowth,” October 9, 2009, http://eoearth.org.
17. Karl Marx, Capital, vol. 1 (London: Penguin, 1976), 742.
18. Serge Latouche, “Degrowth Economics,” Le Monde Diplomatique (English edition), November 2004, http://mondediplo.com.
19. Daly, Steady-State Economics, 148-49.
20. World Wildlife Fund, Living Planet Report, 2006, http://panda.org.
21. See John Bellamy Foster, Marx’s Ecology (New York: Monthly Review Press, 2000), 163-70.
22. David Harvey, The Enigma of Capital (New York: Oxford University Press, 2010), 228-35.
23. E.F. Schumacher, Small is Beautiful (New York: Harper and Row, 1973), 254-55.
24. Για την έννοια της αφθονίας (plenitude), βλ. Juliet Schor, Plenitude (New York: Penguin, 2010); Foster, Clark, and York, The Ecological Rift, 397-99.

Μετάφραση: Έλενα Παπαδοπούλου
Δημοσιεύθηκε στο Monthly Review τον Ιανουάριο του 2010 
και στο http://www.rednotebook.gr 27/01/2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου