...

...

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Είμαστε χώρα διεφθαρμένη; - Έτσι είναι εάν έτσι...νομίζουν

Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά*

Μπορεί μια ολόκληρη χώρα να είναι διεφθαρμένη; Ως πολιτικό ταυτόχρονα και ρητορικό, το ερώτημα δεν έχει απάντηση. Αν οι ρητορείες δεν διαψεύδονται ούτε επιβεβαιώνονται, οι πολιτικές αποφάνσεις υποκρύπτουν ανομολόγητα μελήματα και άρρητες σκοπιμότητες. Με αυτή την έννοια, και άσχετα με τον άπρεπο και αυτόχρημα προσβλητικό χαρακτήρα του, ο χαρακτηρισμός μιας χώρας ως διεφθαρμένης αποκαλύπτει ελάχιστα για την ίδια τη χώρα. Αλλά αποκαλύπτει ίσως πολλά για τη συγκυρία μέσα στην οποία αυτό το ερώτημα εκφέρεται και για τους στόχους που μέσα από αυτό επιδιώκονται.
 Πράγματι, η αναφορά σε συλλογικές παραβατικότητες και παθογένειες και μαζί με αυτές η παραπομπή στο κακό ή στο διεφθαρμένο δεν μπορεί ποτέ να είναι καθαρά «διαγνωστικές». Στο στόμα των εξουσιών μάλιστα, δεν μπορεί παρά να υπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες. Εξαγγέλλοντας και μεθοδεύοντας την κοινωνική πορεία προς το κοινό καλό, η πολιτική δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αναγγέλλει τις αυτονόητες αξίες. Κάθε κοινωνία άλλωστε, το γνωρίζουμε καλά, δομείται διακρίνοντας ανάμεσα στο ομαλό και στο παθολογικό, με τα δικά της κριτήρια. Η ίδια η επιβίωση του πολιτισμού προϋποθέτει την τιθάσευση των εξορμήσεων και την κανονάρχηση των συμπεριφορών. Στα πλαίσια αυτά λοιπόν, ο πολιτικός λόγος δεν χρειάζεται να πείθει. Αρκεί να υποβάλλει. Ακόμα και αν ουδείς νομιμοποιείται να μιλάει για διεφθαρμένες χώρες, διεφθαρμένες κοινωνίες και διεφθαρμένους λαούς, ο εξουσιαστικός λόγος έχει πάντα την ευχέρεια να επιλέγει ρητορικά τεχνάσματα που αρμόζουν στις περιστάσεις.

Αυτοκριτική αντί κριτικής
Οι φιλελεύθερες εξουσίες δεν έπαψαν άλλωστε ποτέ να ομιλούν για συλλογικές παραβατικότητες, να επικαλούνται συλλογικές ευθύνες και να απειλούν με συλλογικές συμβολικές κυρώσεις. Ευθυγραμμιζόμενος με τις κυρίαρχες ιδέες και τους άρρητους κοινωνικούς κανονισμούς, ο καλός πειθαρχημένος πολίτης είναι έμφοβος μπροστά στη συνείδησή του. Οι κάθε λογής παραβατικότητες προτού παταχθούν πρέπει να εσωτερικοποιούνται ως ηθικά αποδοκιμαστέες. Από τη στιγμή που οι ατομικές ευθύνες παραμένουν κρυμμένες πίσω από πέπλους αδιαφάνειας, η διάχυτη συλλογική ευθύνη εμφανίζεται λοιπόν ως από μηχανής θεός. Οταν είναι δύσκολο να αποκαλυφθεί «ποιος παρεξέκλινε» και «ποιος φταίει», οι αποφάνσεις «όλοι παρεκκλίνουν» και «όλοι φταίνε» προσθέτουν αληθοφανή επιχειρήματα σε ένα ιδεολογικό οπλοστάσιο που φαίνεται να ξεμένει από πυρομαχικά. Οταν όλοι είναι ή έχουν υπάρξει ένοχοι, ελπίζεται ότι η αυτοκριτική θα αντικαταστήσει την κριτική. 
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο. Με την αναφορά σε «συλλογικά» κοινωνικά συμπτώματα παρακάμπτεται η εγγενής δυσκολία συγκεκριμένης τεκμηρίωσης των παραβατικών συμπεριφορών. Από τη στιγμή που «όλοι φταίνε» αλλά ελάχιστοι θα αποκαλυφθούν, η έκταση της παρέκκλισης μπορεί να τεκμαίρεται μόνον από το γεγονός ότι «όλοι γνωρίζουν» τους μηχανισμούς της παραβατικότητας και της απόκρυψης. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι αναφορές στη διαφθορά, τα παρατηρητήρια και οι διεθνείς συγκρίσεις θεμελιώνονται αμετάλλακτα σε «έρευνες γνώμης». Ετσι, ως κοινωνικά και πολιτικά αποτιμήσιμο μέγεθος, η (συλλογική) διαφθορά τεκμηριώνεται μέσα από πανταχού παρόντα «διαφθορόμετρα» τα οποία δεν καταγράφουν γεγονότα αλλά κοινωνικές αναπαραστάσεις. Η απόφανση ότι «είμαστε διεφθαρμένοι» στον πρώτο πληθυντικό προκύπτει πάνω στη βάση της πιραντέλειας λογικής ότι ένα αξιόπιστο «δείγμα» πληθυσμού «έτσι δηλώνει» ή «έτσι νομίζει». 
Το ζήτημα βέβαια εμφανίζεται πιο περίπλοκο αν εντάξουμε τη διαφθορά στα αενάως κινούμενα ιστορικά της πλαίσια. Πράγματι, η ειδοποιητικά φιλελεύθερη πρόσληψη της διαφθοράς αντιστοιχεί απολύτως στη θεμελιώδη θεσμική και κανονιστική διάκριση ανάμεσα στη δημόσια και στην ιδιωτική σφαίρα. Ενώ στη δεύτερη οι ορθολογικές ατομικές συμπεριφορές διέπονται από την καταστατική ιδιοτέλεια του οικονομικού ανθρώπου, στο πλαίσιο της δημόσιας σφαίρας ο ενάρετος λειτουργός οφείλει να απεμπολήσει την ορθολογική ιδιοτελή του «φύση» και να δρα με αποκλειστικό γνώμονα το δημόσιο συμφέρον. 

Ο ρόλος του κράτους 
Παρά τις εσωτερικές του αντινομίες, το κανονιστικό σύστημα λειτουργούσε. Τα πράγματα όμως αλλάζουν. Ο σύγχρονος κόσμος χαρακτηρίζεται από μια διάχυτη ώσμωση ανάμεσα στο ιδιωτικό και στο δημόσιο. Τα πολιτικά και τα επιχειρηματικά συμφέροντα διαπλέκονται, το πολιτικό χρήμα κινείται σε όλα τα μήκη και πλάτη, και οι συμπράξεις και συνέργειες ανάμεσα στις δύο σφαίρες πολλαπλασιάζονται. Η αυστηρή διάκριση ανάμεσα στους δύο λογικά και ιδεολογικά ασύμβατους κανονιστικούς κώδικες είναι λοιπόν ολοένα και πιο δυσχερής. Δεν είναι τυχαίο ότι παντού το ζήτημα μιας πάνδημα πλέον κλυδωνιζόμενης δημόσιας ηθικής βρίσκεται στην ημερησία διάταξη. Μολονότι οι «αντιστάσεις» των δημόσιων μηχανισμών στις διάχυτες προκλήσεις της ιδιοτέλειας δεν είναι παντού ίδιες, η κάθε κοινωνία εκκολάπτει τα δικά της ιδιότυπα πρότυπα συμπεριφοράς. Εκεί που, όπως συνέβη στην Ελλάδα, ο ιστορικός ρόλος του κράτους αναπτύχθηκε σε άμεση συνάρτηση με τα συμφέροντα των ατόμων που το στελέχωναν η αρχετυπική φιλελεύθερη αρετή δυσκολεύθηκε να επικρατήσει. Οι μεγαλύτερες αντιστάσεις στα εκσυγχρονιστικά προτάγματα ήταν και είναι ιστορικές και «πολιτιστικές». 
Με αυτή την έννοια λοιπόν ο αγώνας ενάντια στη διαφθορά είναι μέρος μιας ευρύτερης επιχείρησης ιδεολογικής και πολιτικής κάθαρσης. Μιας κάθαρσης όμως που βρίσκεται κατ΄ ανάγκην εμπλεγμένη σε μιαν άλυτη ιστορική αντίφαση. Σε μια παγκόσμια συγκυρία όπου εξιδανικεύονται απροσχημάτιστα οι αυτοματισμοί της ουδέτερης αγοράς, όπου οι δημόσιες και κρατικές λειτουργίες απαξιώνονται και εξαερώνονται και όπου η ιδιοτελής καινοτόμα επιχειρηματικότητα προβάλλεται σαν υψίστη αξία, επιχειρείται ταυτόχρονα η συντήρηση μιας πάντα φετιχοποιημένης αλλά σε μεγάλο βαθμό ιστορικά παρωχημένης δημόσιας αρετής. Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται το οξύμωρο. Η απόλυτη ιδεολογική και πολιτική πρωτοκαθεδρία του ατομοκεντρικού προτύπου καλείται να αυτολογοκριθεί στο πλαίσιο ενός κανονιστικού υποσυστήματος που εμφανίζεται πλέον ολοένα και πιο απαξιωμένο και ετερόνομο. Το κράτος πρέπει να είναι ενάρετο παρ΄ ότι φθίνον και οι δημόσιοι λειτουργοί οφείλουν να εμμένουν στην αρετή εις πείσμα της αποδυνάμωσης της εμβέλειας των παρεχομένων υπηρεσιών τους. 

Από τη συλλογική στην ατομική ευθύνη 
Δεν είναι τυχαίο ότι η επιχείρηση αρετή επενδύεται με ολοένα και πιο ηθικολογικούς τόνους. Σε κοινωνίες που οδηγούν στην ακατάσχετη άνοδο της αθλιότητας και της απόγνωσης, η ηθική φυγή προς τα εμπρός εμφανίζεται ως μόνη δυνατή λύση. Ο καθαγιασμός της κοινωνίας των πολιτών, η προβολή του εθελοντισμού, η παραδοχή ότι κάθε άτομο έχει την αποκλειστική ευθύνη για την προκοπή του και το μέλλον του, η έμμονη ενασχόληση με τα ζητήματα της «εμπιστοσύνης» και των «τζαμπατζήδων» εντάσσονται σε ένα πλαίσιο γενικότερης απίσχνανσης όλων των αυτονόητων μέχρι σήμερα κοινωνικών αμοιβαιοτήτων και συμβολικών ανταλλαγών. Στο εξής, η ατομική αρετή δεν προτάσσεται ως αναγκαία σε αυτόματη συνάρτηση με την υψίστη σημασία των συλλογικών αγαθών που υπηρετούνται από τον δημόσιο τομέα αλλά σε συνάρτηση με την ατομική ευθύνη του κάθε ατόμου. Το κάθε άτομο καλείται να ζήσει επιλέγοντας τις αξιακές του πεποιθήσεις σε έναν κόσμο όπου κανείς δεν χρωστά τίποτε σε κανέναν. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο αγώνας εναντίον της διαφθοράς είναι αναγκαίος αλλά άνισος. Η ορθολογική ιδιοτέλεια, όσο καιρό κυριαρχεί η ατομική συμφεροντοκρατία, διαβρώνει τα πάντα. Η δημόσια αρετή δεν ανθίζει παρά μόνο σε έναν καταξιωμένο δημόσιο χώρο. Ολο και περισσότερο, το αρχέτυπο του ενάρετου αλλά μαζί και του ορθολογικά ασύδοτου homo economicus θα θυμίζει το παλαιό (παρωχημένο!) ανέκδοτο του αλβανού τουρίστα.

*Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας.
Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑ 17/10/2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου