...

...

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Οι διαδηλωτές μιας μεταϊσλαµικής γενιάς

Του OLIVIER ROY - LE MONDE

Εξαρχής, η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη βάλθηκε να ερμηνεύσει τις λαϊκές εξεγέρσεις στη Βόρεια Αφρική και την Αίγυπτο μέσα από έναν φακό ηλικίας άνω των 30 ετών: την ισλαμική επανάσταση του Ιράν. Περίμενε λοιπόν να δει τα ισλαμικά κινήματα, εν προκειμένω τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και τα τοπικά τους ισοδύναμα, είτε να τίθενται επικεφαλής του κινήματος είτε να καραδοκούν, έτοιμα να πάρουν την εξουσία. Όμως η διακριτικότητα και ο πραγματισμός των Αδελφών Μουσουλμάνων εκπλήσσουν και ανησυχούν: πού πήγαν οι ισλαμιστές;
Αν κοιτάξουμε καλά αυτούς που άρχισαν το κίνημα, είναι προφανές πως πρόκειται για µία μεταϊσλαμική γενιά. Τα μεγάλα επαναστατικά κινήματα των δεκαετιών του 1970 και του 1980 είναι γι’ αυτήν αρχαία ιστορία, η ιστορία των γονιών τους. Η νέα γενιά δεν ενδιαφέρεται για την ιδεολογία. Δεν επικαλούνται το Ισλάμ όπως οι προκάτοχοί τους στην Αλγερία στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Εκφράζουν πάνω από όλα µια απόρριψη των διεφθαρμένων δικτατοριών και µια απαίτηση για δημοκρατία. Αυτή η γενιά είναι πλουραλιστική, ίσως γιατί οι εκπρόσωποί της είναι επίσης περισσότερο ατομικιστές. Είναι ενημερωμένοι, έχουν συχνά πρόσβαση σε σύγχρονα μέσα επικοινωνίας: δεν γοητεύονται ούτε από το Ιράν ούτε από τη Σαουδική Αραβία. Αυτοί που διαδήλωναν στην Αίγυπτο είναι ακριβώς οι ίδιοι µε αυτούς που διαδήλωναν και διαδηλώνουν στο Ιράν εναντίον του Αχμαντινετζάντ. Ίσως να είναι θρησκευόμενοι, αλλά το διαχωρίζουν από τις πολιτικές τους διεκδικήσεις: υπό αυτή την έννοια, το κίνημα είναι «κοσμικό» καθότι διαχωρίζει θρησκεία και πολιτική. Η θρησκευτική πρακτική έχει εξατομικευτεί. 
Διαδηλώνουν πάνω από όλα για την αξιοπρέπεια, για τον σεβασμό. Οι αξίες τις οποίες υπερασπίζονται είναι οικουμενικές. Όμως η δημοκρατία που ζητούν σήμερα δεν είναι πλέον προϊόν εισαγωγής: είναι όλη η διαφορά µε την προώθηση της δημοκρατίας από την κυβέρνηση Μπους το 2003, που δεν έγινε αποδεκτή καθώς δεν είχε καμία πολιτική νομιμότητα και ήταν συνδεδεμένη µε µία στρατιωτική επέμβαση.
Παραδόξως, η αποδυνάμωση των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και ο πραγματισμός της κυβέρνησης Ομπάµα επέτρεψαν σε ένα αυτόχθονο αίτημα δημοκρατίας να εκφραστεί µε κάθε νομιμότητα.
Ένα άλλο σφάλμα είναι να συνδέουμε τη μαζική επανισλαμοποίηση που φάνηκαν να γνωρίζουν οι κοινωνίες του αραβικού κόσμου τα τριάντα τελευταία χρόνια µε µια πολιτική ριζοσπαστικοποίηση. Αν οι αραβικές κοινωνίες είναι πιο ορατά ισλαμικές από ότι πριν από τριάντα ή σαράντα χρόνια, πώς εξηγείται η απουσία ισλαμικών συνθημάτων από τις διαδηλώσεις; Είναι το παράδοξο της ισλαμοποίησης: σε έναν μεγάλο βαθμό απολιτικοποίησε το Ισλάμ. Η κοινωνική και πολιτισμική επανισλαμοποίηση (η διάδοση της μαντίλας, ο αριθμός των τεμενών, ο πολλαπλασιασμός των ιεροκηρύκων, τα θρησκευτικά τηλεοπτικά δίκτυα) έγινε ερήμην των φανατικών ισλαμιστών και άνοιξε µία θρησκευτική αγορά στην οποία κανείς δεν έχει πια το μονοπώλιο· είναι επίσης συμφασική µε τη νέα αναζήτηση της θρησκευτικότητας από τους νέους, που είναι ατομικιστική αλλά και μεταβαλλόμενη. Με λίγα λόγια, οι ισλαμιστές έχασαν το μονοπώλιο του θρησκευτικού λόγου στον δημόσιο χώρο, το οποίο είχαν τη δεκαετία του 1980.
Λάθος είναι και να νομίζουμε πως οι δικτατορίες υπερασπίζονται την κοσμικότητα έναντι του θρησκευτικού φανατισμού. Τα απολυταρχικά καθεστώτα δεν έκαναν πιο κοσμικές τις κοινωνίες, αντιθέτως, µε εξαίρεση την Τυνησία, βολεύτηκαν µε µία επανισλαμοποίηση νεοφονταμενταλιστικού τύπου, όπου γινόταν λόγος εγκαθίδρυσης της σαρίας χωρίς να αμφισβητείται η φύση του κράτους. Παντού, οι ουλεμάδες και οι επίσημοι θρησκευτικοί θεσμοί αξιοποιήθηκαν από το κράτος, υπηρετώντας ταυτόχρονα έναν παγιωμένο θεολογικό συντηρητισμό.
Και οι ισλαμιστές; Δεν εξαφανίστηκαν αλλά άλλαξαν. Οι πιο σκληροπυρηνικοί εγκατέλειψαν τη σκηνή για το διεθνές τζιχάντ και δεν βρίσκονται πλέον εκεί: βρίσκονται στην έρημο µε την Αλ Κάιντα στο ισλαμικό Μαγκρέμπ, στο Πακιστάν, ή στα προάστια του Λονδίνου. Δεν έχουν κοινωνική ή πολιτική βάση. Το παγκόσμιο τζιχάντ δεν έχει απολύτως καμία σχέση µε τα κοινωνικά κινήµατα και τους εθνικούς αγώνες. Όσο για τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, και αυτοί έχουν αλλάξει πολύ. Το πρώτο σημείο είναι φυσικά η εμπειρία της αποτυχίας, τόσο στη φαινομενική επιτυχία (η ισλαμική επανάσταση του Ιράν) όσο και στην ήττα (η καταστολή την οποία βίωσαν παντού). Η νέα γενιά διδάχθηκε από αυτήν.
Κατάλαβαν πως το να θελήσουν να πάρουν την εξουσία έπειτα από µια επανάσταση θα οδηγούσε είτε σε εμφύλιο πόλεμο είτε σε δικτατορία. Διδάχθηκαν και από το τουρκικό μοντέλο: ο Ερντογάν και το ΑΚΡ κατάφεραν να συμφιλιώσουν δημοκρατία, εκλογική νίκη, οικονομική ανάπτυξη, εθνική ανεξαρτησία και προώθηση αν όχι ισλαμικών, τουλάχιστον «αυθεντικών» αξιών. Κυρίως, όμως, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι δεν είναι πλέον φορείς ενός άλλου οικονομικού ή κοινωνικού μοντέλου. Η αστικοποίηση των ισλαμιστών είναι και αυτή ένα ατού για τη δηµοκρατία, τους σπρώχνει προς τη συμφιλίωση, τον συμβιβασμό και τη συμμαχία µε άλλες πολιτικές δυνάμεις. Το ερώτημα σήμερα δεν είναι αν οι δικτατορίες αποτελούν ή όχι το καλύτερο ανάχωμα στον ισλαμισµό. Οι ισλαμιστές έχουν γίνει παράγοντες του δημοκρατικού παιχνιδιού. Θα βαρύνουν, φυσικά, µε την έννοια ενός μεγαλύτερου ελέγχου των ηθών, ελλείψει όμως ενός στηρίγματος όπως είναι ο μηχανισµός καταστολής στο Ιράν ή η θρησκευτική αστυνοµία στη Σαουδική Αραβία, θα αναγκαστούν να έρθουν σε συμφιλίωση µε µία αξίωση ελευθερίας που δεν σταματά µόνο στο δικαίωμα εκλογής ενός κοινοβουλίου.
Ένα πράγμα είναι βέβαιο. Τα γεγονότα που λαμβάνουν σήμερα χώρα αντανακλούν µια εκ βάθρων αλλαγή των κοινωνιών του αραβικού κόσμου. Οι αλλαγές αυτές επιτελούνται εδώ και καιρό, τις έκρυβαν όμως τα στερεότυπα μέσα από τα οποία επέμενε η ∆ύση να βλέπει τη Μέση Ανατολή.

Δημοσιεύθηκε στα ΝΕΑ 19/02/2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου